Dorothea Tanning: Τα ονειρικά έργα της καλλιτέχνιδας που λάτρεψε ο Max Ernst

18/04/2022, 15:39
Dorothea Tanning: Τα ονειρικά έργα της καλλιτέχνιδας που λάτρεψε ο Max Ernst

Πέρα από τις ριζοσπαστικές τακτικές και τους πειραματισμούς, η διεθνής πρωτοπορία του Μεσοπολέμου εισήγαγε αρκετές γυναίκες καλλιτέχνιδες, κάτι που ήταν πράγματι σύμφωνο με τη συνολική αναζήτηση για νεωτερικότητα.

Γράφει η Μανταλένα - Μαρία Διαμαντή

Μία από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες ανάμεσά τους ήταν η Αμερικανίδα ζωγράφος Dorothea Tanning, η οποία γρήγορα έγινε γνωστή με τη συνειρμική της αισθητική γεμάτη αισθησιασμό και εσωτερικότητα.
Υπήρξε μία από τις λίγες γυναίκες καλλιτέχνιδες που συνδέονται με το διεθνές σουρεαλιστικό κίνημα. Η τολμηρή για την εποχή της Dorothea Tanning εξερεύνησε ονειρικά θέματα, φωτίζοντας τη φαντασία με οραματικές εικόνες.

Ως ηγετικό μέλος του Σουρεαλιστικού Κινήματος αναδείχθηκε στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι κατά τη διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελεύθερη έμπνευσή της την οδήγησε στη διεύρυνση των ορίων της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της γραφής. Της επέτρεψε να σπάσει νέα, αχαρτογράφητη περιοχή.

Τα πρώτα χρόνια

Η Dorothea Tanning γεννήθηκε το 1910 στο Galesburg του Ιλινόις και είχε δύο αδερφές. Οι γονείς της ήταν σουηδικής καταγωγής και είχαν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες αναζητώντας την αχαλίνωτη ελευθερία. Η Tanning ένιωθε ότι η ζωή της ήταν βαρετή και άτονη. Όπως έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά της, «Galesburg, όπου τίποτα δεν συμβαίνει παρά μόνο η ταπετσαρία», μια ιδέα που ενέπνευσε αργότερα τον φανταστικό πίνακα «Children’s Games», 1942.

Στα πρώτα της χρόνια, το ζωηρό πνεύμα της Tanning έκανε τους γονείς της να πιστέψουν ότι θα γινόταν ηθοποιός, αν κι εκείνη την γοήτευε περισσότερο το σχέδιο και η ποίηση.

Το όνειρο του πατέρα της να γίνει δαμάστρια αλόγων δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά τα αγορίστικα σχέδιά της με άλογα άναψαν μια σπίθα στη νεαρή Tanning και άρχισε να βλέπει το σχέδιο ως μια μορφή διαφυγής. Το πρώιμο ταλέντο της εντοπίστηκε από έναν οικογενειακό φίλο, έναν ποιητή, ο οποίος αναφώνησε: «Ω, όχι! Μην τη στείλετε σε σχολή τέχνης. Θα της χαλάσουν το ταλέντο».

To σχέδιο

Η πρώτη δουλειά της Tanning στα δεκαέξι της ήταν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Galesburg, όπου ξεχνιόταν διαβάζοντας λογοτεχνία, αποκαλώντας το μέρος «το σπίτι μου της χαράς». Το 1928 μετακόμισε στο Σικάγο, δουλεύοντας ως οικοδέσποινα εστιατορίου ενώ παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου.

Ωστόσο, γρήγορα απογοητεύτηκε κι έφυγε μετά από τρεις εβδομάδες. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο ότι έκανε καριέρα παραμένοντας αυτοδίδακτη, μαθαίνοντας όλα όσα χρειαζόταν να γνωρίζει επισκεπτόμενη μουσεία και γκαλερί. «Στο Σικάγο συναντώ τους πρώτους εκκεντρικούς μου… και νιώθω όλο και πιο σίγουρη για ένα εξαιρετικό πεπρωμένο». Η πρώτη της ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1934 σε ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Ορλεάνη.

H Νέα Υόρκη

Το 1935, η Tanning ξεκίνησε με τόλμη για τη Νέα Υόρκη αναζητώντας την καλλιτεχνική ελευθερία. Αντ’ αυτού πεινούσε και πάγωνε σε ένα διαμέρισμα γεμάτο κατσαρίδες. Τελικά βρήκε δουλειά ως σχεδιάστρια διαφημίσεων για πολυκαταστήματα, συμπεριλαμβανομένου του Macy’s.

Αφού συνάντησε την έκθεση του 1936, Fantastic Art, Dada and Surrealism στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ένιωσε βαθιά γοητευμένη. Αυτή η εμπειρία της την επηρέασε τόσο πολύ που αφοσιώθηκε στον σουρεαλισμό.

Αγάπη & επιτυχία

Η Tanning επισκέφτηκε το Παρίσι το 1939, κυνηγώντας σουρεαλιστές καλλιτέχνες, αλλά διαπίστωσε ότι όλοι είχαν εγκαταλείψει μια πόλη που «ανέπνεε οδυνηρά πριν από το χείλος του πολέμου». Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, συνάντησε τον έμπορο έργων τέχνης Julian Levy, ο οποίος τη σύστησε στους σουρεαλιστές φίλους του.

Ο καλλιτέχνης Max Ernst επισκέφθηκε το στούντιο της Tanning στο Μανχάταν και ερωτεύτηκε τόσο την καλλιτέχνιδα όσο και την τέχνη της, επιλέγοντας τον πίνακα της Birthday, 1942 για την Έκθεση 31 Γυναικών, στο Art of this Century της συζύγου του, Peggy Guggenheim, στη Νέα Υόρκη. O Ernst εγκατέλειψε τη Guggenheim για την Tanning και το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1946 σε διπλό γάμο με τον καλλιτέχνη Man Ray και τη χορεύτρια Juliet P. Browner.

Τα ταλέντα της

Η Tanning ήταν καταπληκτική μοδίστρα και λάτρευε να ανακαλύπτει μαγαζιά για φορέματα, τα οποία μεταμόρφωνε σε εξαιρετικές, φανταστικές δημιουργίες για πάρτι. Αυτά τα κοστούμια εμφανίζονται συχνά στις φιγούρες στους σουρεαλιστικούς πίνακές της.

Ήταν επίσης δεινή σκακίστρια και λέγεται ότι τόσο εκείνη όσο και ο Max Ernst ερωτεύτηκαν σε ένα παιχνίδι, ωθώντας την Tanning να δημιουργήσει τον πίνακα Endgame, 1944.

Εκτός από την παραγωγή τέχνης, η Tanning έκανε μια σειρά από κοστούμια και σκηνικά για το μπαλέτα του Ρώσου χορογράφου George Blanchine, συμπεριλαμβανομένων των Night Shadow, 1946, The Witch, 1950, και Bayou, 1952.

Arizona

Μετά τον γάμο τους, η Tanning και ο Ernst μετακόμισαν στη Sedona της Αριζόνα, όπου έχτισαν το δικό τους σπίτι. Αν και μετακόμισαν στη Γαλλία το 1949, το ζευγάρι έκανε τακτικές επισκέψεις στο σπίτι τους στη Sedona τη δεκαετία του 1950.

Η Tanning πραγματοποίησε την πρώτ

η της ατομική έκθεση στο Παρίσι το 1954. Aυτό της έδωσε τη δυνατότητα να εκθέσει το σήμα κατατεθέν της: τα σχολαστικά ζωγραφισμένα ονειρικά τοπία. Οι ασυνήθιστες αφηγήσεις ξετυλίγονται, όπως φαίνεται στο Eine Kleine Nachtmusik, 1943 και Some Roses and their Phantoms, 1952. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το στυλ της άλλαξε για να επικαλεστεί μεγαλύτερη κίνηση και έκφραση, απηχώντας τα ενδιαφέροντά της για τον σχεδιασμό κουστουμιών και μόδας.

Το τέλος του Ernst & της Tanning

Η πρακτική της Tanning στη δεκαετία του 1960 κινήθηκε προς τις τρισδιάστατες εικόνες καθώς παρήγαγε μια σειρά από «μαλακά γλυπτά», όπως το Nue Couchee, 1969-1970, καθώς και διασκευές αντικειμένων και εγκαταστάσεις.

Ήταν συντετριμμένη όταν πέθανε ο Ernst το 1976, και αρκετά χρόνια αργότερα επέστρεψε για να ζήσει στη Νέα Υόρκη, περνώντας τα τελευταία της χρόνια επικεντρωμένη στη γραφή ως το κύριο μέσο έκφρασής της.

Σε μια συνέντευξή της στα τελευταία της χρόνια, η Tanning εξέφρασε τη στενή οικειότητα που είχε με τον σύζυγό της Max Ernst, αποκαλώντας τον «… όχι μόνο σπουδαίο άντρα, αλλά έναν υπέροχα ευγενικό και στοργικό σύντροφο», προσθέτοντας: «Δεν μετανιώνω».

Η καριέρα της Tanning ξεπέρασε εκείνη του συζύγου της Max Ernst κατά σχεδόν 40 χρόνια. Συνέχισε να παραμένει παραγωγική και εφευρετική μέχρι τις τελευταίες της μέρες.

Η Tanning ήταν δεινή συγγραφέας, δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, Abyss, το 1949. Όταν ήταν 80 ετών, επικεντρώθηκε κυρίως στη συγγραφή, δημιουργώντας διάφορα κείμενα, μεταξύ των οποίων και τα απομνημονεύματά της, Between Lives: An Artist and her World, το 2001, και μια συλλογή από ποιήματα με τίτλο Coming to That, που δημοσιεύτηκαν το 2012, όταν ήταν 101 ετών. Είναι εντυπωσιακό ότι απέρριψε κατηγορηματικά τον όρο «γυναίκα καλλιτέχνις»...

Υποστήριξε: «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα - ή πρόσωπο. Είναι εξίσου αντίφαση με τους όρους «άνθρωπος καλλιτέχνης» ή «καλλιτέχνης ελέφαντας».

Μετά από μια μακρά, παραγωγική ζωή η Tanning πέθανε στη Νέα Υόρκη το 2012, σε ηλικία 101 ετών.

Τα έργα της στις δημοπρασίες

Το 1997, ιδρύθηκε το The Dorothea Tanning Foundation στη Νέα Υόρκη, με στόχο τη διατήρηση του βάθους και του εύρους της τεράστιας κληρονομιάς της.

Τα έργα τέχνης της Tanning είναι πολύτιμα και συλλεκτικά. Αυτό είναι λογικό αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι υπήρξε βασικό μέλος των σουρεαλιστικών ομάδων στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Οι σουρεαλίστριες συχνά επισκιάζονταν από τους άντρες ομολόγους τους.

Στη δεκαετία του 1990, διάφοροι ιστορικοί τέχνης και ιδρύματα σε όλο τον κόσμο στόχευσαν στην αποκατάσταση της ισορροπίας. Έκτοτε, η τιμή των έργων τέχνης των γυναικών σουρεαλιστών έχει αυξηθεί. Μερικές από τις πιο σημαντικές δημόσιες δημοπρασίες της Tanning περιλαμβάνουν:

Sotto Voce Ii, 1961, πωλήθηκε τον Νοέμβριο του 2013 στους Sotheby`s της Νέας Υόρκης για 81.250 $.

Mrs Radcliffe Called Today, 1944, φτιαγμένο για φόρο τιμής στη συγγραφέα Ann Radcliffe, πουλήθηκε για 314.500 δολ.

The Magic Flower Game, πουλήθηκε για 1000.000 δολάρια στις 6 Νοεμβρίου 2015 στον οίκο Sotheby`s της Νέας Υόρκης.

The Temptation of St Antony, πουλήθηκε για 1.100.000 δολάρια τον Μάιο του 2018 στον οίκο Christie`s της Νέας Υόρκης.

Un Pont Brule, 1965, πωλήθηκε για 90.000 δολάρια στις 13 Νοεμβρίου 2019 στον οίκο Sotheby's.

πηγή: klik.gr