Το ασφαλιστικό και οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις»

12/06/2018, 12:06
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου

Εδώ και δεκαετίες συζητάμε στην Ελλάδα για τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος και για την ανάγκη μιας πραγματικής, ριζικής μεταρρύθμισης. Μιας μεταρρύθμισης η οποία θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα, τη λειτουργικότητα και την αξιοπιστία του. Είναι επίσης αλήθεια ότι από το 2010 και μετά, ελέω μνημονίων, έχουν υπάρξει αλλεπάλληλες παραμετρικές νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες παρουσιάστηκαν ως μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, καμμία δεν είχε τα χαρακτηριστικά πραγματικής μεταρρύθμισης. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις κινήθηκαν σε μια συγκεκριμένη λογική: να καθησυχάσουν ταυτόχρονα δανειστές και συνταξιούχους, τους μεν ότι προωθείται η βιωσιμότητα του συστήματος, τους δε ότι δεν θα μειωθεί το εισόδημά τους στο αμέσως επόμενο διάστημα. Κοινό χαρακτηριστικό ήταν η προσπάθεια διατήρησης των παροχών με δραστική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης και συνεχή αύξηση των εισφορών, αλλά και η δημιουργία της εντύπωσης ότι τα όποια μέτρα θα ισχύσουν για τους «επόμενους».

Το αποτέλεσμα ήταν από τη λογική αυτή να βγουν όλοι χαμένοι: οι συνταξιούχοι, οι ασφαλισμένοι, τα ταμεία και κυρίως η αξιοπιστία του ασφαλιστικού μας συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, η απώλεια από τις περικοπές των συντάξεων την περίοδο 2010 - 2016 υπολογίζεται σε 50 δισ. ευρώ, ενώ αναμένονται και επιπλέον περικοπές ύψους 28 δισ. ευρώ για την περίοδο 2016 – 2021. Τα ασφαλιστικά ταμεία, από την άλλη, έχουν χάσει ως τώρα περίπου 80 δισ. ευρώ από το κούρεμα των ομολόγων, αλλά και από την κάμψη των εσόδων, εξαιτίας της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης και της μείωσης των μισθών. Το ύψος των φόρων και των εισφορών που καλούνται σήμερα να πληρώσουν στο κράτος εργοδότες και εργαζόμενοι είναι τέτοιο που καθιστά την πλήρη μισθωτή εργασία ασύμφορη. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2017 το 55% των προσλήψεων αφορούσαν ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ενώ το 30% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα απασχολούνται με αποδοχές χαμηλότερες του κατώτατου μισθού. Η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για τη συντήρηση του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει υπέρμετρη, απορροφώντας το 40% των φορολογικών εσόδων, ενώ το αφανές χρέος των συντάξεων μέχρι το 2060 εκτιμάται στα 470 δισ. ευρώ.

Αυτό που κατάφεραν, με άλλα λόγια, οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» και παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, ήταν να το καταστήσουν ακόμη πιο άδικο για τους σημερινούς εργαζόμενους, οι οποίοι επιβαρύνονται με υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ έχουν να αναμένουν πολύ χαμηλές παροχές, ακόμη πιο αναξιόπιστο για τους συνταξιούχους, οι οποίοι βλέπουν να διαψεύδονται οι υποσχέσεις βάσει των οποίων πλήρωναν εισφορές, ακόμη πιο εχθρικό για την ανάπτυξη και την απασχόληση, τις ίδιες δηλαδή τις πηγές από τις οποίες τροφοδοτείται. Πρέπει κάποια στιγμή, να αποδεχθούμε το αυτονόητο: η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά με ένα ασφαλιστικό σύστημα που στηρίζεται σε λογικές προηγούμενων δεκαετιών. Οι παρεμβάσεις των περασμένων ετών ας δεχθούμε ότι ήταν απαραίτητες στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας. Τώρα, όμως, είναι δική μας ευθύνη να προχωρήσουμε σε μια σοβαρή μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Με στοχευμένες κινήσεις εξορθολογισμού για να περιοριστούν οι απώλειες στις συντάξεις, αλλά και με ριζικές δομικές αλλαγές που θα δημιουργήσουν ένα νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τους νέους εργαζόμενους.

Στη βάση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης πρέπει να βρίσκεται μια θεμελιώδης παραδοχή: ότι δεν μπορεί ένα σύστημα ασφάλισης να αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα από τον στόχο της ανάπτυξης. Δεν μπορεί η Ελλάδα να διατηρεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης στον ανεπτυγμένο κόσμο, χωρίς αυτό να υποστηρίζεται από μια δυναμική παραγωγή και μια αναπτυσσόμενη οικονομία. Το ΕΒΕΑ, σε συνεργασία με εξειδικευμένους επιστήμονες, έχει αναπτύξει και έχει παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις στην κατεύθυνση μιας ουσιαστικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Η οποία θα έχει ως επίκεντρο τον περιορισμό του ρόλου του κράτους και τη σταδιακή μετάβαση σε ένα σύστημα τριών πυλώνων, προσαρμόζοντας την εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Προτάσεις και λύσεις υπάρχουν. Αυτό που μέχρι τώρα λείπει είναι η πολιτική βούληση, η αποφασιστικότητα και η ουσιαστική συναίνεση για να λυθεί το πρόβλημα οριστικά. Για μια μεταρρύθμιση που δεν θα περιορίζεται στο «όσο αντέχουμε πολιτικά» – όπως συνέβη τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες. Ούτε στο «όσο να βγει η μνημονιακή υποχρέωση» – που επικράτησε τα τελευταία χρόνια. Θέλουμε μια μεταρρύθμιση που θα προχωρά και θα φθάνει στο «όσο πρέπει», για να αποκτήσει επιτέλους η Ελλάδα ένα βιώσιμο, δίκαιο και αξιόπιστο ασφαλιστικό σύστημα.