Κωνσταντίνος Μίχαλος: Για μια ανταγωνιστική βιομηχανία

Η ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού αποτελεί
κυρίαρχο ζητούμενο στο πλαίσιο του παραγωγικού μετασχηματισμού και της αύξησης
της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αν θέλουμε η έξοδος από την
κρίση να είναι διατηρήσιμη και να αποτρέψουμε παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον,
οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας: το
ότι δεν παράγουμε αρκετά, διεθνώς εμπορεύσιμα και κυρίως ανταγωνιστικά
αγαθά.
Η Ελλάδα εξακολουθεί σήμερα να έχει ένα
από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ και από τα χαμηλότερα
ποσοστά εξαγωγών αγαθών, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα χρόνια της
κρίσης είδαμε να κλείνουν μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, εξαιτίας της
συρρίκνωσης της ελληνικής αγοράς, αλλά και της αδυναμίας να αντεπεξέλθουν στον
ανταγωνισμό από βιομηχανίες άλλων χωρών, κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης. Είχαμε,
επίσης, ένα μεγάλο κύμα φυγής από ξένους ομίλους, οι οποίοι έπαψαν να επενδύουν
παραγωγικά στην Ελλάδα, λόγω της αβεβαιότητας, της υψηλής φορολογίας, του
ασφαλιστικού κόστους, της γραφειοκρατίας κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, και κυρίως χάρη
στην υπερπροσπάθεια των ανθρώπων του, ο κλάδος της βιομηχανίας συνέχισε να
συνεισφέρει ένα μεγάλο μέρος της απασχόλησης, συνέχισε να επενδύει στην
εξωστρέφεια και να αυξάνει τις εξαγωγές του, συνέχισε να βρίσκεται πίσω από το
36% των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης της χώρας.
Σήμερα, υπάρχει ανάγκη για την υιοθέτηση μιας νέας
βιομηχανικής πολιτικής, η οποία θα δημιουργεί προϋποθέσεις για μια
ανταγωνιστική βιομηχανία που καινοτομεί, παράγει, εξάγει, δημιουργεί εισοδήματα
και θέσεις εργασίας. Μια βιομηχανία που θα μπορέσει να συμβαδίσει με τις
ραγδαίες αλλαγές που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση, απαντώντας
στις προκλήσεις και αξιοποιώντας τις ευκαιρίες.
Μια τέτοια πολιτική θα πρέπει να εστιάζει στρατηγικά
στην ενίσχυση του εξωστρεφούς προσανατολισμού του κλάδου, μέσα από την ανάπτυξη
διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και τη συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανιών σε
διεθνείς αλυσίδες αξίας. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί, επίσης, στην ενίσχυση
κλάδων και προϊόντων που αξιοποιούν συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως το
καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, η αυξημένη τεχνογνωσία κ.ά. Τέτοια
πλεονεκτήματα υπάρχουν ήδη σε κλάδους όπως ο εξορυκτικός, ο μεταλλουργικός, ο
φαρμακευτικός, αλλά και ο κλάδος της ενέργειας και ιδιαίτερα των ΑΠΕ. Εξίσου σημαντικό
ζητούμενο είναι η ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών και η προσέλκυση ξένων
επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία και θα παρέχουν τη δυνατότητα
εισόδου σε νέες αγορές. Αξιόλογες δυνατότητες σε αυτό το πλαίσιο, έχουν κλάδοι
όπως η αμυντική βιομηχανία, η ναυπηγοεπισκευαστική, η παραγωγή δομικών υλικών
κ.ά.
Αναπόσπαστο στοιχείο μιας σύγχρονης
βιομηχανικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η παροχή κινήτρων για τον
εκσυγχρονισμό των παραγωγικών μονάδων, με άρση των υφιστάμενων αντικινήτρων και
εμποδίων, με εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής για τη χρηματοδότηση σχετικών
επενδύσεων, με ευνοϊκότερη φορολογική αντιμετώπιση των αποσβέσεων επενδύσεων
παγίου μηχανολογικού εξοπλισμού. Εξίσου απαραίτητη για την ανταγωνιστικότητα
της ελληνικής βιομηχανίας είναι η δραστική μείωση του
τελικού κόστους των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιεί, με ιδιαίτερη έμφαση
στον περιορισμό του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου,
ώστε να φθάσει σε επίπεδα ανάλογα των ευρωπαίων ανταγωνιστών.
Ένα θέμα που, επίσης, θα
πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα είναι η επένδυση στο τρίγωνο της
γνώσης, δηλαδή στην
αποτελεσματική διασύνδεση της έρευνας, της εκπαίδευσης και της καινοτομίας. Στο
πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα μίγμα
δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης της έρευνας, το οποίο, πέρα από την
ενίσχυση των διαθέσιμων πόρων, θα συμβάλει και στην αποτελεσματικότερη
αξιοποίηση της παραγόμενης γνώσης, με τη μορφή καινοτομιών. Τέλος, θα πρέπει να
δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού,
με ενίσχυση προγραμμάτων σπουδών, ανάπτυξη νέων ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων
που καλύπτουν
όλο το φάσμα της αλυσίδας αξίας, αλλά και με τη δημιουργία προγραμμάτων
επανακατάρτισης και επανειδίκευσης εργαζομένων.
Μέσα από την υλοποίηση
μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής, με τις παραπάνω προδιαγραφές, μπορούμε να
ελπίζουμε στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, στην παραγωγή
προϊόντων υψηλής ποιότητας και εξειδίκευσης σε ανταγωνιστικές τιμές, αλλά και
στη δημιουργία νέων, πλήρους απασχόλησης και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων
εργασίας. Πρόκειται για μια προσπάθεια, η οποία θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την
δυνατότητα πραγματικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.