Εισάγουμε ρεύμα με το …τσουβάλι στην Ελλάδα!

31/12/2022, 10:15
Εισάγουμε ρεύμα με το …τσουβάλι στην Ελλάδα!

Μειώνονται τα έσοδα του ταμείου ενεργειακής μετάβασης που καταλήγουν στις επιδοτήσεις - Υπάρχει όντως κερδοσκοπία πίσω από τις υψηλές τιμές;

Φουλ εισαγωγές ρεύματος κάνει η Ελλάδα ολόκληρο το Δεκέμβριο, ουσιαστική απόρροια των υψηλών τιμών χονδρεμπορικής που κάνουν τη χώρα μας μία από τις ακριβότερες της ΕΕ στη συγκεκριμένη αγορά, ενώ πληθαίνουν οι καταγγελίες για εσωτερική κερδοσκοπία.

Παράλληλα μειώνονται τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης που προορίζονται για την επιδοματική πολιτική σε ρεύμα-φυσικό αέριο από την επιβολή του πλαφόν στις χονδρεμπορικές αγορές του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.

Περισσότερο από το ένα τρίτο της δυναμικότητας ηλεκτρικής ενέργειας που κατανάλωσε η χώρα το Δεκέμβριο προέρχεται από εισαγωγές.

Οι τιμές παραμένουν στα 238- 240 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, αφού οι παραγωγοί αγοράζουν το αέριο του επόμενου μήνα με τις τιμές του προηγούμενου εξαιτίας της απουσίας spot αγοράς (το λεγόμενο μοντέλο month ahead).

Πολλές γειτονικές αλλά και λίγο πιο μακρινές χώρες της ΕΕ έχουν πλέον τιμές προ ενεργειακής κρίσης όπως Βουλγαρία και Ρουμανία με τιμή χονδρεμπορικής 145 ευρώ/MWh, Ιταλία με 175,79 ευρώ/MWh, Γαλλία με 51,54 ευρώ/MWh, Γερμανία με 45,9 ευρώ/ ΜWh και το Βέλγιο με 51ευρώ/MWh.

Στις 26 Δεκεμβρίου οι εισαγωγές έφτασαν σχεδόν στο 40% της κατανάλωσης με το το φυσικό αέριο να ακολουθεί με 33% και κατόπιν οι ΑΠΕ (16%), ο λιγνίτης (9%) και τα υδροηλεκτρικά (2%).

Οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας ήταν περίπου 50.000 MWh, εκ των οποίων σχεδόν 19.000 MWh, που αποτελούν την μεγαλύτερη ημερήσια ποσότητα σε εβδομαδιαία βάση, εξήχθησαν την Δευτέρα 19 του μήνα.

Μειώνονται τα έσοδα του ΤΕΜ

Την ίδια στιγμή μειώνονται τα έσοδα από την επιβολή του πλαφόν στις χονδρεμπορικές αγορές του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, που προορίζονται για τις επιδοτήσεις ρεύματος. Ο Αύγουστος ήταν ο μήνας που απέφερε τα περισσότερα έσοδα, ενώ οι επιδόσεις Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου χαρακτηρίζονται μέτριες και αυτές του Νοεμβρίου πενιχρές, με το Δεκέμβριο να κινείται σε «κλίμα Νοεμβρίου».

Τα στοιχεία δίνει η ΡΑΕ και είναι το σημείο καμπής για τη λειτουργία του μηχανισμού. Από τον Ιούλιο έως και τις 6 Οκτωβρίου τα στοιχεία για τα έσοδα προέρχονται από την εφαρμογή του πλαφόν στην Αγορά Επόμενης Ημέρας (DAM). Από τις 7 Οκτωβρίου το πλαφόν επεκτάθηκε και στην Ενδοημερήσια Αγορά (Intra-day), αλλά φαίνεται προς ώρας η συμβολή της να είναι αμελητέα.

Από τον Αύγουστο μέχρι το Νοέμβριο, μόνον από την DAM διατέθηκαν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) 2,403 δισ. ευρώ, που μαζί με την Ενδοημερήσια έφτασαν τα 2,5 δισ. ευρώ. Οι ηλεκτροπαραγωγοί όλων των τεχνολογιών (ΑΠΕ, νερά, λιγνίτες, φυσικό αέριο) αμείφθηκαν στο διάστημα αυτό με 5 δισ. ευρώ (DAM και Intra-day), ενώ αν δεν ίσχυε το πλαφόν θα έπαιρναν 7,5 δισ. ευρώ. Η διαφορά μεταξύ πλαφόν και μεσοσταθμικής τιμής πώλησης στις Αγορές είναι το κέρδος του ΤΕΜ.

«Η μεσοσταθμική χονδρεμπορική τιμή πώλησης στην DAM από Ιούλιο έως Νοέμβριο διαμορφώθηκε στα 339,84 ευρώ τη μεγαβατώρα» μας λέει στέλεχος της ΡΑΕ που όπως τονίζει «η Αρχή επιλέγει να τη συγκρίνει με τη μεσοσταθμική τιμή πώλησης όλων των τεχνολογιών, δηλαδή, αυτή που διαμορφώνεται από τη συμμετοχή στο μείγμα παραγωγής ανά ημέρα και μήνα κάθε τεχνολογίας και η οποία ήταν στο διάστημα αυτό στα 228,69 ευρώ τη μεγαβατώρα. Δεν γίνεται σύγκριση με τις ρυθμιζόμενες τιμές του πλαφόν ανά τεχνολογία».

Η ΡΑΕ ίσως συμπεριλάβει στο μέλλον και αυτή τη σύγκριση, ώστε να είναι πιο σαφής η απεικόνιση και η συσχέτιση ανάμεσα στην πραγματική χονδρεμπορική τιμή που διαμορφώνεται στις Αγορές και το πλαφόν ανά τεχνολογία.

«Σας θυμίζω ότι νερά και ΑΠΕ έχουν σταθερό πλαφόν, ενώ, αντίθετα, στους λιγνίτες και το φυσικό αέριο αναπροσαρμόζεται ανά μήνα. Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος που τα έσοδα του ΤΕΜ από τον μηχανισμό περιορίζονται τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Γιατί το πλαφόν στο φυσικό αέριο ήταν γενναιόδωρο, πολύ πάνω από την Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς, οπότε η διαφορά, δηλαδή, τα έσοδα για το ΤΕΜ, κατέστη αρνητική» μας λέει το ίδιο στέλεχος.

Υπάρχει όντως κερδοσκοπία

Η αλήθεια είναι πως παρατηρούνται πολύ μεγάλες διαφορές τιμών στο ρεύμα ανάμεσα στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ (εκεί οι τιμές είναι καθρέφτης της μείωσης τιμών του φυσικού αερίου), οπότε πολλοί, σε πολιτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο εκτιμούν πως γίνεται κερδοσκοπία.

Όντως η ελληνική αγορά ρεύματος στη χονδρική πράγματι έχει μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Σήμερα η διαφορά αυτή φτάνει έως και 40% στο φυσικό αέριο.

Στην Ελλάδα εφαρμόζεται το μοντέλο τιμολόγησης γνωστό ως month ahead, που έχει να κάνει με την έλλειψη σοβαρών και εκτεταμένων διασυνδέσεων με άλλες χώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το διασυνοριακό εμπόριο αλλά συνεπάγεται και την πλήρη απουσία spot αγοράς.

Στη Βόρεια Ευρώπη υπάρχει πλουσιότερο ενεργειακό μείγμα (πυρηνικά και εξαιρετικά εκτεταμένο δίκτυο ΑΠΕ), ενώ υπάρχουν και διασυνδέσεις πολύ εκτεταμένης δυναμικότητας. Συνεπώς οι τιμές χονδρικής, λόγω του δυναμικού ανταγωνισμού, διαμορφώνονται σε χαμηλότερα επίπεδα.

Αντίθετα η Ελλάδα με λίγες διασυνδέσεις και περιορισμένο ενεργειακό μείγμα, άρα και λιγότερο ανταγωνισμό έχει υψηλότερες τιμές χονδρικής.

Η λύση είναι η δυναμική πολιτική αύξησης των διεθνών διασυνδέσεων, όπως η πρόταση για μια ηλεκτρική λεωφόρο προς την Αυστρία, χωρίς τις οποίες η χώρα δεν πρόκειται να αποκτήσει ποτέ μια ισχυρή spot αγορά, η οποία θα προσελκύει μεγάλους παίκτες και θα κάνει αξιόλογους όγκους» μας λέει έμπειρος καθηγητής του ΕΜΠ που ασχολείται χρόνια με τα ενεργειακά και συνεχίζει: «με τη στρεβλή αυτή διάρθρωση της αγοράς, οι ηλεκτροπαραγωγοί αγοράζουν το φυσικό αέριο για το ρεύμα που θα παράξουν τον επόμενο μήνα, με τις τιμές του προηγούμενου. Στην πράξη, η τελική τιμή του παραγόμενου ρεύματος που σήμερα είναι γύρω στα 250 ευρώ/ MWh, ενσωματώνει το κόστος του αερίου για το μήνα Νοέμβριο όταν και αγοράστηκε, όπου το καύσιμο είχε φτάσει μια ανάσα από τα 150 ευρώ / MWh, αντί για την τρέχουσα τιμή που υποχώρησε ακόμη και κάτω από τα 80 ευρώ, σε χαμηλό 10μήνου. Βεβαίως πολλοί εγχώριοι προσθέτουν και το …καπελάκι τους σε αυτό το σύστημα αφού ο ανταγωνισμός δεν είναι οξύς και ο έλεγχος της ΡΑΕ μάλλον ανύπαρκτος. Αλλά η βασική αιτία είναι η περιθωριακή διάρθρωση της ελληνικής αγοράς.

Άρα ζητούνται επειγόντως συνδέσεις και διασυνδέσεις.

Πού πάνε οι τιμές αερίου στην Ε.Ε.

Την ίδια στιγμή οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου, συνεχίζουν να κινούνται πτωτικά στον απόηχο της επιβολής του πλαφόν που αποφάσισε πρόσφατα μετά από μαραθώνιες διαβουλεύσεις το συμβούλιο των υπουργών ενέργειας αλλά και του συνεχιζόμενου ήπιου κλίματος στην ΕΕ.

Έτσι, μετά από αρκετούς μήνες, η τιμή του καυσίμου βρέθηκε πολύ πρόσφατα στα 83 ευρώ/MWh, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Φεβρουάριο ενώ έπεσε ακόμη πιο χαμηλά στα 81 ευρώ/MWh.

Οι ημερήσιες απώλειες στην τιμή του καυσίμου ξεπέρασαν το 9%, ενώ σε επίπεδο εβδομάδας η τιμή του φυσικού αερίου υποχώρησε σε ποσοστό άνω του 20%.

«Η πορεία της τιμής του φυσικού αερίου έρχεται να επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί με αφορμή την απόφαση για επιβολή του πλαφόν ότι αυτή αναμένεται να λειτουργήσει θετικά στις διεθνείς τιμές, τουλάχιστον σε πρώτη φάση» επισημαίνουν από τη ΡΑΕ.

«Το μεγάλο στοίχημα παραμένει η επόμενη άνοιξη, όταν το πλαφόν θα τεσταριστεί σε συνθήκες αυξημένης ζήτησης, καθώς τότε εκτός από τις τρέχουσες ανάγκες, αναμένεται να ξεκινήσει η προσπάθεια αναπλήρωσης των αποθηκευτικών χώρων της ΕΕ. Τότε θα φανεί στην πράξη εάν το πλαφόν θα λειτουργήσει και εάν οι πωλητές θα αποδεχθούν το όριο των 180/MWh που σκοπεύει να διατηρήσει σε λελογισμένα επίπεδα τις τιμές του καυσίμου και να μην επαναληφθούν οι ακραίες διακυμάνσεις του περασμένου Αυγούστου» αναλύει διευθύνων σύμβουλος μεγάλης ενεργειακής εταιρίας.

Η μέση Τιμή Εκκαθάρισης της Αγοράς (ΤΕΑ) σημείωσε σημαντική πτώση στις 20 Δεκεμβρίου και διαμορφώθηκε στα 232.70 ευρώ /MWh, μειωμένη κατά 21% από την μέση τιμή της προηγούμενης εβδομάδας.

Η μεγαλύτερη μέση ΤΕΑ ανά ημέρα, ήταν την Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου φτάνοντας τα 266 ευρώ/MWh. Οι αντίστοιχες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη κυμάνθηκαν από 47 ευρώ /MWh έως 249 ευρώ/MWh.