Β. Κορκίδης: «Η ναυπηγική βιομηχανία ξυπνά από κώμα και επιστρέφει δυναμικά»
Ο ναυπηγοεπισκευαστικός τομέας της χώρας ευρίσκεται σε φάση ανάνηψης μετά από μετά από έναν κύκλο 25 ετών συνεχούς απώλειας της ανταγωνιστικότητάς του, μέχρι την ολική παρακμή που τον έριξε σε «κωματώδη κατάσταση».
Σήμερα το στοίχημα είναι ο τομέας να περάσει δυναμικά στην ενεργό δράση. Με την επανεκκίνηση του Νεωρίου και ελπίζουμε σύντομα της Ελευσίνας και του Σκαραμαγκά η Ελλάδα, μπορεί να επανατοποθετηθεί ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά μέσω των ναυπηγείων της, μέσα από ένα μοντέλο λειτουργίας, και υπό μια σειρά προϋποθέσεων που συνιστούν επι της ουσίας ένα νέο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί.
Ουσιαστικά η πρόκληση στην παρούσα φάση είναι, η σχηματοποίηση ενός θεσμικού πλαισίου, ώστε τα ναυπηγεία να γίνουν στην πράξη βιομηχανική υποδομή της ναυτιλίας της χώρας, οι αρετές της οποίας, με το επιχειρηματικό μοντέλο, την τεχνογνωσία και την αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού, την έχουν καταστήσει ηγέτιδα δύναμη στο παγκόσμιο ναυτιλιακό στερέωμα.
Πρέπει να απαγκιστρωθούμε από αγκυλώσεις δεκαετιών που οδήγησαν σε «κωματώδη κατάσταση» τα ναυπηγεία και να προχωρήσουμε στη δημιουργία πλαισίου που θα διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα σε έναν διεθνοποιημένο κλάδο. Πρέπει με άλλα λόγια ο ναυπηγικός τομέας να ξαναγίνει κλάδος της βαριάς βιομηχανιάς. Δεν είναι δυνατόν η ισχυρότερη ναυτιλία στον κόσμο να μην έχει την δέουσα υποστήριξη στη πατρίδα της, αρκεί βεβαίως να θέλουμε.
Η «ναυπηγική τρίαινα», Σκαραμαγκάς-Ελευσίνα-Σύρος, πρέπει να εξελιχθεί σε κόμβο ναυπηγικής και τεχνολογίας με ευρύτερο διεθνή χαρακτήρα, αφού συνδυαστικά τα τρία ναυπηγεία θα αποκτήσουν καθετοποίηση παραγωγής από το στάδιο της σχεδίασης, όπου έχουν πλατφόρμες έτοιμες για ένα πλοίο, την κατασκευή και την υποστήριξη. Οι επιχειρηματικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν αρχής γενομένης από το ναυπηγείο της Σύρου με την ΟΝΕΧ, αλλά και την Ελευσίνα και εν συνεχεία με τον Σκαραμαγκά, δημιουργούν τη πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει εκ νέου το στρατηγικό πλεονέκτημα στο πέταλο της Ανατολικής Μεσογείου. Καθίσταται προφανές ότι ένα μεγάλο έργο σε ναυπηγήσεις, ναυπηγοεπισκευές και λοιπές εργασίες σε πλοία που σήμερα καρπώνονται οι Τουρκικές γιάρδες θα διεκδικηθεί από την Ελληνική «ναυπηγική τρίαινα» με ότι αυτό θετικό συνεπάγεται για την εθνική οικονομία αλλά και για τη βελτίωση των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας.
Ήδη τα «πρώτα θετικά σημάδια στον ορίζοντα» ότι κάτι αλλάζει στην Ελλάδα, και αλλάζει θεαματικά, όσον αφορά στην επαναφορά της στην Ευρωπαϊκή, και όχι μόνο, επιχειρησιακή «σκακιέρα» με τα ναυπηγεία, φάνηκαν με την εμπλοκή του, Ιταλικών συμφερόντων, Ομίλου Fincantieri στην εξυγίανση και επαναλειτουργία των ναυπηγείων της Ελευσίνας.
Σήμερα η χώρα είναι φιλική στην προσέλκυση επενδύσεων, με την σημερινή ηγεσία του ΥΠΟΙΚ, του ΥΠΑΝ και του Υποργείο Ναυτιλίας, να αποτελούν παράδειγμα αφοσίωσης στον στόχο ανάπτυξης του ναυπηγικού τομέα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και οι τρείς ναυπηγικές μονάδες έχουν ένα έμψυχο δυναμικό ικανό και πρωτίστως «προικισμένο» με την τεχνογνωσία που απορρέει από την πολυετή εμπειρία και την ικανότητα να δίνει λύσεις. Εργατικό δυναμικό που έχει τεχνογνωσία, κουλτούρα σύμπραξης και ταύτισης με το επιχειρηματικό όραμα πρέπει να αξιοποιηθεί. Είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κοσμογονικές αλλαγές στην ναυτιλία, η οποία στρέφεται στα «έξυπνα και πράσινα» πλοία, τα ναυπηγεία της χώρας μπορούν να διαδραματίσουν εκ των πρωταγωνιστικών ρόλων στον εκσυγχρονισμό του παγκόσμιου στόλου.
Μια από τις προκλήσεις που μπορούν τα ναυπηγεία να την απαντήσουν είναι και η ακτοπλοΐα μας. Μελέτη επισημαίνει την αναγκαιότητα ανανέωσης του ακτοπλοϊκού στόλου εκτιμώντας και το κόστος της, που θα είναι άδικο να καρπωθούν «ξένες», εκτός Ελλάδος, ναυπηγικές μονάδες στηρίζοντας τις δικές τους οικονομίες, τις δικές τους θέσεις εργασίας. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ο ναυπηγικός τομέας είναι εντάσεως εργασίας γεγονός που μεταφράζεται σε θέσεις εργασίας. Στο ερώτημα αν οι ελληνικές ναυπηγικές μας μονάδες έχουν τη δυνατότητα να κτίσουν επιβατηγά και οχηματαγωγά, ταχύπλοα και συμβατικά, υβριδικά και ηλεκτρικά, η απάντηση είναι καταφατική.
Τα ναυπηγεία είναι για να φτιάχνουν πλοία και όχι να κάνουν απλά συναρμολογήσεις ή απλές συγκολλήσεις λαμαρίνας. Τα ναυπηγεία δεν είναι μηχανουργία και έχουν την δυνατότητα να φτιάξουν όποιο πλοίο τους ζητηθεί και μάλιστα σχεδιασμένο από Έλληνες ναυπηγούς, που ευτυχώς η χώρα διαθέτει. Να θυμίσουμε ότι στο παρελθόν «κτίστηκαν» στα Ναυπηγεία μας επιβατηγά-οχηματαγωγά πλοία που καλύπτουν τις νησιωτικές μας συγκοινωνίες.
Στο ναυτιλιακό χώρο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, όλων των μεγεθών, με αντικείμενο τις ναυπηγοεπισκευές, τις κατασκευές και επιδιορθώσεις ανταλλακτικών για πλοία όλων των τύπων.
Αυτές οι επιχειρήσεις, που έχουν επιβιώσει από το τέλμα που δημιούργησε η κατάρρευση του ναυπηγικού τομέα προσδοκούν στην αναζωογόνησή του. Προσδοκούν να «συνεπειχειρήσουν» με τα ναυπηγεία. Και επειδή γίνεται πολύς λόγος για την γαλάζια και κυκλική οικονομία, θυμίζω ότι εκτός των άλλων συναφών ναυπηγικών δραστηριοτήτων η χώρα στερείται διαλυτηρίου πλοίων και κατάλληλων χώρων ανακύκλωσης καταστραμμένων φορτίων. Ο τομέας της αξιοποίησης υλικών από διαλύσεις πλοίων, ή αναγέννηση και επισκευή ανταλλακτικών, από τη διάλυση πλοίων μπορεί να προσφέρει ένα ακόμη επιχειρηματικό πεδίο δράσης.
Η δραστηριότητα της ανακύκλωσης παλαιών πλοίων και φορτίων, ακολουθεί πιστά τη φιλοσοφία της κυκλικής καιμγαλάζιας οικονομίας, καθώς η ανάκτηση ναυπηγικού χάλυβα και άλλων μετάλλων και υλικών, που συμβάλλει στον περιορισμό εξάντλησης των πρώτων υλών, αλλά και στην εξοικονόμηση πόρων για την βιομηχανία. Η Ελλάδα, όπως πρωταγωνιστεί στην παγκόσμια ναυτιλία, θα πρέπει να διαθέτει μεγάλες και σύγχρονες μονάδες ναυπήγησης προσαρμοσμένες στις αυστηρές εθνικές και ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές απαιτήσεις, που θα μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικά οφέλη στο ΑΕΠ και την απασχόληση.