Οι πολιτικές εξελίξεις αναστατώνουν τις αγορές

21/10/2018, 22:00
oikonomiko

Ο κύριος φόβος των αγορών για μια χώρα είναι η αβεβαιότητα. Γιαυτό, το ρίσκο της χώρας είναι τα spreads, η διαφορά δηλαδή από τα γερμανικά bund που θεωρούνται η βάση του υπολογισμού. Αιφνιδιαστικές εξελίξεις ή πολιτική αναταραχή που υποβόσκει καιρό τώρα στην πλέον κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα δεν θα μπορούσε να μην προκαλεί αναστάτωση στις αγορές, οδηγώντας τους επενδυτές στην… έξοδο.Η παραίτηση του Νίκου Κοτζιά έστειλε μήνυμα αστάθειας και αβεβαιότητας, ενώ εκτόξευσε και το πολιτικό ρίσκο. Για το εσωτερικό της χώρας, αλλά και για τις αγορές, έχει αποτιμηθεί πλήρως ότι η Ελλάδα βιώνει μια άτυπη (μακρά) προεκλογική περίοδο. Άρα, ο χρόνος των εκλογών (ακόμα και των πρόωρων) δεν θα φοβίσει περισσότερο τις αγορές, αφού έχουν λάβει τα... μέτρα τους.

Η φόβος για τις δεσμεύσεις

Η εξίσωση όμως δεν είναι απλή: οι αγορές δεν φοβούνται τις εκλογές, με την προϋπόθεση ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να διεκδικήσουν την εξουσία δεν θα παρεκκλίνουν από τις δεσμεύσεις και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Αυτό που τους φοβίζει είναι αν (με φόντο τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις) οι κάλπες στηθούν άμεσα και «παγώσουν» οι μεταρρυθμίσεις, έστω και για ελάχιστους μήνες: Το βέβαιο είναι, φυσικά, ότι όποτε και αν στηθούν κάλπες δεν πρόκειται να «ανεβεί» κάποια κυβέρνηση που θα πάει κόντρα στους δανειστές, γιαυτό δεν θεωρούν αρνητική εξέλιξη τις πρόωρες εκλογές.

Ανησυχία και για τις τράπεζες

Για το άλλο κομμάτι που υπάρχει ανησυχία από τις αγορές είναι η διαχείριση των κόκκινων δανείων. Οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μέχρι το 2019. Την ώρα, μάλιστα, που έχει ανοίξει συζήτηση για τη δημιουργία μιας «bad bank» στην Ελλάδα στην οποία θα μπουν όλα τα κόκκινα δάνεια. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι θα πρέπει να τρέξουν και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, με τους «θεσμούς» να πιέζουν συνεχώς την κυβέρνηση και τις τράπεζες να τους προχωρούν ώστε να μειωθούν και με αυτόν τον τρόπο τα κόκκινα δάνεια. Και όλα αυτά τη στιγμή που το διεθνές σκηνικό κάθε άλλο παρά ευνοϊκό είναι, όπως οι εξελίξεις στην Ιταλία, το οποίο «δένει» την Ελλάδα με επιπλέον αβεβαιότητα. Η στενή σχέση που έχει η πορεία των ελληνικών ομολόγων με αυτή των ιταλικών κάνει το επόμενο διάστημα ιδιαίτερα κρίσιμο για τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους, λόγω των (αρνητικών) εξελίξεων που πιθανώς να υπάρξουν στις σχέσεις Ρώμης – Βρυξελλών, αλλά και στην αξιολόγηση της Ιταλίας από τους οίκους, όπου αναμένεται ευρέως υποβάθμιση κατά μία τουλάχιστον βαθμίδα, χωρίς να αποκλείεται και υποβάθμιση των προοπτικών της χώρας σε «αρνητικές», κάτι που θα «χτυπήσει» την αγορά ομολόγων.

Πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα

Η έντονη μεταβλητότητα που έχουν αποκτήσει από τον Μάιο οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι κρατά τους επενδυτές σε απόσταση και διατηρεί την Ελλάδα εκτός αγορών, με άγνωστη ημερομηνία επιστροφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αιφνίδια παραίτηση Κοτζιά οδήγησε σε υψηλότερα επίπεδα τα ελληνικά ομόλογα. Κινήθηκαν στο τέλος της εβδομάδας ακόμα και στα επίπεδα του 4,5%, με τις πιέσεις να είναι σημαντικές. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι μέχρι πρότινος οι αγορές ανησυχούσαν για τις αναταράξεις που μπορεί να προκαλέσει στην Ελλάδα μια πολιτική αναταραχή στην Ιταλία (κατ’ επέκταση και τραπεζική). Τώρα φαίνεται ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο… εισαγωγής, αλλά και εσωτερικό.

Ο παράγοντας προϋπολογισμός

Φαίνεται πως ένα ακόμα θέμα είναι ο προϋπολογισμός, το προσχέδιο του οποίου συνεχίζει να έχει δύο σενάρια: ένα με περικοπή των συντάξεων και ένα δεύτερο χωρίς τη μείωσή τους. Για τις αγορές δεν είναι μόνο το δημοσιονομικό, δηλαδή αν βγαίνουν τα λεφτά, αλλά αν μπορούν οι δανειστές να υποχωρήσουν έναντι της Ελλάδας (που πριν από μόλις 3,5 χρόνια βρέθηκε με το ένα πόδι έξω από το ευρώ). Με αλλά λόγια, αν θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να μην εφαρμόσει ψηφισμένο μέτρο, ελάχιστους μήνες μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Γιαυτό, άλλωστε, η Moody’s φέρεται να μην ανακοίνωσε προ εβδομάδων την –προγραμματισμένη– αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Περιμένει προφανώς να δει τι μέλλει γενέσθαι με το ζήτημα των συντάξεων και την αντίδραση, φυσικά, του Eurogroup, που έχει τον τελευταίο λόγο.