Η αναπόφευκτη κρίση και οι "αντιστάσεις" της οικονομίας

Θα ξεκινήσουμε με τις δυσάρεστες εξελίξεις. Το ΔΝΤ αναθεώρησε προς το χειρότερο τις οικονομικές του προβλέψεις για το 2020, προειδοποιώντας ότι η πανδημία του κορωνοϊού έχει προκαλέσει μία πρωτοφανή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας σε διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, ο αντίκτυπος της υγειονομικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα το πρώτο μισό του 2020 ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί και η ανάκαμψη αναμένεται να είναι πιο σταδιακή σε σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις.
Του Σπύρου Σταθάκη
Αναλυτικότερα, το ΔΝΤ προβλέπει τώρα ότι η παγκόσμια οικονομία θα σημειώσει φέτος ύφεση 4,9% έναντι 3% που εκτιμούσε τον Απρίλιο, ενώ για το 2021 εκτιμά ότι θα ανακάμψει 5,4%. Το πλήγμα θα είναι μεγαλύτερο για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες εκτιμάται ότι θα υποστούν φέτος ύφεση 8% για να ανακάμψουν 4,8% το 2021, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ τους να είναι χαμηλότερο το επόμενο έτος κατά 4% σε σχέση με το επίπεδο του 2019. Ειδικότερα για την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 10,2% φέτος και ανάκαμψη 6% το 2021, με την Ιταλία και την Ισπανία να αντιμετωπίζουν τις χειρότερες προοπτικές, με 12,8% ύφεση φέτος και ανάκαμψη 6,3% το 2021.
Ακόμη και η ισχυρή οικονομικά Γερμανία αναμένεται να δεχθεί βαρύ πλήγμα, καθώς προβλέπεται ύφεση 7,8% φέτος και ανάκαμψη 5,4% το 2021.Ισχυρή μείωση του ΑΕΠ θα σημειώσει και η αμερικανική οικονομία, με την ύφεση να προβλέπεται στο 8% το 2020 και την ανάκαμψη στο 4,5% το 2021. Επιπλέον, πάνω από το 95% των χωρών του κόσμου εκτιμάται ότι θα έχουν φέτος μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματός τους, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η σημαντική πρόοδος που είχε σημειωθεί στη μείωση της ακραίας φτώχειας στον κόσμο από τη δεκαετία του 1990.
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι η αβεβαιότητα είναι αυξημένη και υπάρχουν μεγάλοι καθοδικοί κίνδυνοι, ενώ κάνει έκκληση για μια παγκόσμια και συντονισμένη προσπάθεια προκειμένου οι χώρες να αντιμετωπίσουν την κρίση και τα κενά που ενδεχομένως να προκαλέσει στη χρηματοδότηση τους. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα στήριξης που έχουν ανακοινωθεί σε όλο τον κόσμο εκτιμώνται τώρα σε πάνω από 11 τρισ. δολάρια αντί 8 τρισ. δολαρίων τον Απρίλιο. Αυτή η απίστευτη δημοσιονομική χαλάρωση αναπόφευκτα φέρνει μία εκρηκτική αύξηση του δημόσιου χρέους σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς προβλέπεται ότι θα υπερβεί για πρώτη φορά το 100% του ΑΕΠ και για τις αναπτυγμένες οικονομίες θα υπερβεί το 130% του ΑΕΠ.
Καλύτερες οι εκτιμήσεις
Μέσα σε αυτό το ζοφερό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μεγάλοι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι αναθεωρούν προς το καλύτερο τις προβλέψεις τους για την ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα η Citigroup εκτιμά τώρα ότι η ύφεση στην Ελλάδα φέτος θα διαμορφωθεί στο 6,9%, ενώ η ανάκαμψη το 2021 θα κινηθεί στα επίπεδα του 4%. Για το 2022 προβλέπει πως το ελληνικό ΑΕΠ θα κινηθεί στο 2,9%, ενώ τη διετία 2023-2024 τοποθετεί την ανάπτυξη στο 2,3%. Υπενθυμίζεται ότι σε προηγούμενη έκθεση η Citigroup προέβλεπε ύφεση 7,8% το 2020, αλλά και ταχύτερη ανάκαμψη το 2021 κατά 7,3%.
Σύμφωνα με την έκθεση της αμερικανικής τράπεζας, στο α΄ τρίμηνο του 2020 το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 1,6% μόνον σε τριμηνιαία βάση, πολύ λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες. Ωστόσο η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος συμβάλλει στο 20% του ΑΕΠ περίπου. Με τις διεθνείς τουριστικές ροές να δέχονται πιθανότητα ένα ισχυρό χτύπημα και αρκετά μεγαλύτερο από ό,τι άλλες υπηρεσίες, η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία πιο μακρά περίοδο όπου η δραστηριότητα θα κινείται κάτω των κανονικών επιπέδων, που θα επεκταθεί μέχρι το τέλος του έτους και πιθανώς έως το 2021. Έτσι, προβλέπεται ότι η ύφεση θα κινηθεί λίγο χαμηλότερα από το 7% και το 2021 η ανάκαμψη θα κινηθεί γύρω από το 4%.
Τι αναφέρει η Capital Economics
Την ίδια ώρα και η Capital Economics θεωρεί πλέον ότι η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα μας θα είναι πολύ λιγότερο σοβαρή από ό,τι είχε προβλεφθεί προηγουμένως, και εκτίμα ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα συρρικνωθεί κατά περίπου 8% φέτος, από 15% που προέβλεπε πριν. Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση, η ελληνική οικονομία υπεραπέδωσε των υπολοίπων στην Ευρωζώνη το πρώτο τρίμηνο, σημειώνοντας ύφεση 1,6% σε τριμηνιαία βάση, πολύ καλύτερη από την πτώση 5% που είχε προβλεφθεί ή την πτώση στην Ισπανία, για παράδειγμα. Το lockdown επηρέασε λιγότερο το ΑΕΠ από ό,τι σε άλλες χώρες.
Επίσης, η ελληνική βιομηχανία δεν χτυπήθηκε τόσο όσο σε άλλες χώρες τον Απρίλιο, ίσως επειδή εξαρτάται λιγότερο από την παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών. Επιπλέον, τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι από τότε που η κυβέρνηση άρχισε να χαλαρώνει τα μέτρα περιορισμού, η ανάκαμψη έχει προχωρήσει πιο γρήγορα. Ειδικότερα, καθώς η δραστηριότητα μειώθηκε στο 25% περίπου των "φυσιολογικών" επιπέδων τον Απρίλιο, έχει ήδη επιστρέψει στο 85-90% της κανονικότητας από το μέσα Ιουνίου. Με βάση τα παραπάνω εκτιμάται πως στο β΄ τρίμηνο η συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ θα κινηθεί στο 8%, σημαντικά χαμηλότερη από το 22% ύφεση που προέβλεπε η Capital Economics προηγουμένως.
Από τη μεριά της η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ), σε νέα της έκθεση εκτιμά κατ’ αρχήν ότι το ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο -21,0% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, με τον ρυθμό μείωσης, στη συνέχεια, να επιβραδύνεται στο -10,0% ετησίως τον Μάιο και περαιτέρω στο -4,7% ετησίως τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου, με περιορισμένη, εντούτοις, ενσωμάτωση των δεικτών που σχετίζονται με τουριστικές υπηρεσίες. H συγκεκριμένη τάση μεταφράζεται σε μέση συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περίπου 12,0% το 2ο τρίμηνο. Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω ευρήματα με προβλέψεις που προκύπτουν από άλλα εμπειρικά υποδείγματα της τράπεζας, τόσο σε ορίζοντα έτους όσο και μεσοπρόθεσμα, τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και δημοσιονομικές επιδράσεις, ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί στο -7,0% ετησίως το 2ο εξάμηνο του 2020, ανακάμπτοντας, ωστόσο, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση κατά 7,1% την ίδια περίοδο.

Τα σενάρια για την επιστροφή στην "κανονικότητα"
Επειδή όμως η κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ιδιαίτερα ρευστή, πρέπει να επισημανθεί ότι οι οικονομικές προβλέψεις μπορεί να αναθεωρηθούν και πάλι, καθώς όλα κρίνονται από την εξέλιξη της πανδημίας. Έτσι, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο ( ΕΔΣ) επεξεργάστηκε τρία διαφορετικά σενάρια για την έκταση της ύφεσης το 2020. Τα σενάρια αυτά στηρίζονται σε τρεις πιθανές εκδοχές εξέλιξης της πανδημίας: α) επιστροφή στη «νέα» κανονικότητα, με ύφεση του επιδημιολογικού φαινομένου, β) αργή επανεκκίνηση της οικονομίας με ενδεχόμενές ήπιες εξάρσεις της επιδημίας γ) αργή επανεκκίνηση της οικονομίας με αναζωπυρώσεις της πανδημίας που μπορεί να απαιτήσουν νέα μέτρα προσωρινού όμως χαρακτήρα. Με βάση λοιπόν το πρώτο σενάριο, το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 5,1%, με βάση το δεύτερο κατά 7,3%, και με βάση το τρίτο σενάριο κατά 9,8%.
Σημαντική επίδραση στις μακροοικονομικές εξελίξεις θα έχει η συμπεριφορά των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, έστω και αν υπάρξει ύφεση του επιδημιολογικού φαινομένου. Ένα γενικευμένο κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας θα αποτελέσει πρόσκομμα στην ανάκαμψη της οικονομίας. Τα διαθέσιμα στοιχεία από το Μάρτιο και μετά (μακροοικονομικοί, χρηματοπιστωτικοί δείκτες, δείκτες οικονομικής συγκυρίας) συγκλίνουν στην ένδειξη μίας πρωτοφανούς διαταραχής. Επιπλέον τα στοιχεία του ΑΕΠ Α΄ τριμήνου είναι αρνητικά έστω και αν οι επιπτώσεις της πανδημίας άρχισαν να διαφαίνονται μόνο από τα μέσα Μαρτίου και έπειτα, δηλαδή οι αρνητικές επιδράσεις αφορούσαν μόνο δύο εβδομάδες για ολόκληρο το τρίμηνο.
Η ιδιωτική κατανάλωση
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΕΔΣ, η μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση εκτιμάται ότι θα την επιφέρει η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της υψηλής συμμετοχής της στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Η περιστολή της οικονομικής δραστηριότητας και οι παρεπόμενες απώλειες σε εισοδήματα όπως και αυτή καθεαυτή η ανασφάλεια την οποία προκαλεί η φύση της κρίσης στους καταναλωτές είναι επόμενο να πλήξουν ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση. Είναι ενδεικτικό ότι ο δείκτης PMI, ο οποίος στη Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή συσχέτιση με την ιδιωτική κατανάλωση, κατέγραψε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο μείωση κατά 22,3% και 47,9% σε ετήσια βάση.
Σε δύο από τα τρία σενάρια, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μειωθούν σχετικά λίγο, ενώ στο σενάριο 3 η πρόβλεψη αφορούν σε μεγάλη πτώση. Η κατηγορία επενδύσεων που εκτιμάται ότι θα πληγεί περισσότερο είναι η κατηγορία «μεταφορικός εξοπλισμός». Μεγάλη αρνητική επίδραση εκτιμάται ότι θα έχει και το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, του οποίου το έλλειμμα μπορεί να προκαλέσει μείωση στο ΑΕΠ μέχρι και 2,7 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι ενδεικτικό ότι οι τουριστικές εισπράξεις και οι εισπράξεις από μεταφορές αφορούν στο 88% του συνόλου των εισπράξεων στο ισοζύγιο υπηρεσιών. Ειδικότερα σε ότι αφορά τις τουριστικές εισπράξεις, σημειώνεται ότι στις πρώτες θέσεις συγκαταλέγονται αυτές από κατοίκους χωρών που έχουν πληγεί ισχυρά από την πανδημία (ΗΒ, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία). Κομβικής σημασίας για την τελική επίδραση του ισοζυγίου στο ΑΕΠ έχει η τελική διαμόρφωση του ύψους των εισαγωγών οι οποίες θα μειωθούν επίσης, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.
Απασχόληση και ανεργία
Οι αρνητικές συνέπειες της κρίσης στην απασχόληση και την ανεργία είναι αναμενόμενες. Το ΕΔΣ προχώρησε σε εκτίμηση της απασχόλησης, της ανεργίας και του ποσοστού ανεργίας για τα τρία σενάρια μακροοικονομικών εξελίξεων τα οποία προαναφέρθηκαν. Όλα τα σενάρια προβλέπουν σημαντική άνοδο του ποσοστού ανεργίας η οποία -αναλόγως του σεναρίου- κυμαίνεται από 3,2% έως 5,8% κατά το τρέχον έτος έναντι του 2019. Σύμφωνα με την εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών που αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020 η ανεργία στη συνέχεια, κατά το 2021, θα περιοριστεί σε 16,4% έναντι μιας πρόσκαιρης επιδείνωσης σε 19,9% το 2020. Δεδομένου ότι από το 1981 έως και σήμερα δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο μείωσης του ποσοστού ανεργίας κατά 3,5% σε ένα έτος η κυβερνητική εκτίμηση για μια τόσο γρήγορη ανάκαμψη στην αγορά εργασίας γεννά επιφυλάξεις.

Οι δημοσιονομικές επιδράσεις της κρίσης και το πακέτο στήριξης
Στην σχετική έκθεση το ΕΔΣ σημειώνει ότι ο συνδυασμός μεγάλης ύφεσης με την αναπόφευκτα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά και, βεβαίως, αρνητικά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του τρέχοντος έτους. Με βάση τα τρία σενάρια για το βάθος της ύφεσης, πραγματοποιήθηκαν εκτιμήσεις για το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης και το πρωτογενές αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τις παραπάνω εκτιμήσεις, το 2020 το ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης θα εμφανίσει υψηλό έλλειμμα το οποίο είναι πιθανό ότι θα κυμαίνεται από -5,4 έως -8,1% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί σε επίπεδα που αντιστοιχούν από -2,3% έως -4,8% του ΑΕΠ.
Επιβάρυνση του χρέους
Συνακόλουθα εκτιμάται ότι θα υπάρξει σημαντική επιβάρυνση στο ελληνικό δημόσιο χρέος το οποίο μπορεί να διαμορφωθεί στο 204% του ΑΕΠ το 2020 (σενάριο 3). Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι ο λόγος δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα επιδεινωθεί σημαντικά κατά 14 έως και 27 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε σχέση με το 2019, λόγω της επίδρασης που θα έχει σε αυτό τόσο ο πρόσθετος δανεισμός λόγω του αυξημένου δημοσίου ελλείμματος όσο και η πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ. Εκτιμάται ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες που είναι πιθανό να δημιουργηθούν θα ξεπεράσουν τα 16 δισ. ευρώ, εξ αυτών 3 δισ. ευρώ αφορούν σε μετακύληση υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων που λήγουν εντός του 2020, ενώ τα υπόλοιπα θα προκύψουν από το φετινό έλλειμμα.
Από κει και πέρα, δεδομένων των εκτατών συνθηκών, η Κυβέρνηση υιοθέτησε σειρά οικονομικών μέτρων με στόχο τον περιορισμό των αρνητικών οικονομικών συνεπειών. Σύμφωνα με όσα αποτυπώνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020 οι συνολικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό του 2020 θα ανέλθουν σε περίπου 9,5 δισ. ευρώ. Δημοσιονομική επίπτωση εντός του 2020, σημαίνει ότι είτε επιβαρύνεται ευθέως ο προϋπολογισμός 2020 λόγω αύξησης δαπάνης, είτε η επιβάρυνση προκύπτει λόγω έκπτωσης φόρου-μείωσης φορολογικού συντελεστή, είτε λόγω των μεταθέσεων είσπραξης εσόδων στο μέλλον. Στην τελευταία περίπτωση ως δημοσιονομική επίπτωση στον προϋπολογισμό του 2020 καταγράφεται η απώλεια εσόδων τα οποία επρόκειτο να εισπραχθούν εντός του 2020, αλλά λόγω των παρεμβάσεων, η είσπραξη μετατίθεται για μετά το 2020.
Ο κίνδυνος
Από το σύνολο των προβλεπόμενων παρεμβάσεων των 9,5 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι το 73,7%, αφορά σε μεταβιβαστικές πληρωμές, 16,4% αφορά σε δημοσιονομικές επιπτώσεις που προκαλούνται από παράταση/αναστολή πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, 3,6% αφορούν σε φορολογικές ελαφρύνσεις και 6,3% του ύψους των παρεμβάσεων, εκτιμάται ότι θα κατευθυνθεί σε δημόσια κατανάλωση. Βασικότερος κίνδυνος για την οικονομία εντός του 2020 αποτελεί η πιθανότητα να επανακάμψει η υγειονομική κρίση με έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων και συνέπεια να επιβληθούν διοικητικά νέοι άμεσοι περιορισμοί της οικονομικής δραστηριότητας, είτε ευρεία συρρίκνωσή της από «αυθόρμητες» επιλογές των πολιτών λόγω της έντασης μιας πιθανώς γενικευμένης ανασφάλειας. Σε αυτή την περίπτωση η προβλεπόμενη ύφεση θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο και τα νέα μέτρα στήριξης που θα πρέπει να ληφθούν θα επιβαρύνουν περαιτέρωτον κρατικό προϋπολογισμό.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί για την ανάσχεση της ύφεσης, κομβικής σημασίας είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή τους, ιδίως όσον αφορά στις εγγυήσεις ύψους 2 δισ. ευρώ που θα δοθούν μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Σύμφωνα με το ΥΠ.ΟΙΚ., οι εγγυήσεις αυτές αναμένεται να κινητοποιήσουν συνολικούς πόρους 7 δισ. ευρώ, πρόβλεψη που ενδεχομένως να αποδειχθεί υπεραισιόδοξη. Επιπρόσθετα, οι πιστώσεις που θα κατευθυνθούν προς τα εγγυημένα δάνεια πιθανόν να μην αποτελέσουν νέους πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους που θα αυξάνουν τη συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλά απλή ανακατεύθυνση υφιστάμενων κεφαλαίων που θα είχαν διατεθεί ούτως ή άλλως στην αγορά από τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά σε άλλους δανειολήπτες. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό η κρατική παρέμβαση να αποκτήσει και μια στρεβλωτική διάσταση, στο μέτρο που μπορεί να μετατοπίσει χρηματοδοτήσεις προς λιγότερο αποδοτικά επενδυτικά σχέδια. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και ενδεχομένως σε δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αυξημένες καταπτώσεις και κατ' ακολουθία πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος.
Ένας ακόμα κίνδυνος που δύναται να επιβραδύνει τη μελλοντική ανάκαμψη της οικονομίας αφορά στη μη παροδική μείωση των αμοιβών της εργασίας, και κατά συνέπεια την αδυναμία της ιδιωτικής κατανάλωσης να επανέλθει άμεσα στα προ της κρίσης επίπεδα. Όλοι οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2020 έχουν ανασταλεί. Ωστόσο δεν είναι γνωστό τι θα συμφωνηθεί για τα επόμενα χρόνια με τους ευρωπαίους εταίρους, επί του θέματος. Η πιθανότητα επαναφοράς περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων τα επόμενα χρόνια θα θέσει σε κίνδυνο την ανάκαμψη. Οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι καθοριστικής σημασίας ως προς την διαμόρφωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας και των οικονομιών των κρατών-μελών. Η δυσκολία να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τόσο για το είδος των παρεμβάσεων όσο και για την έκταση αυτών, ενισχύουν την αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσει τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ύφεσης.