Αλλαγή ρότας για την ελληνική οικονομία

09/08/2020, 22:41
Coronavirus economic impact concept image

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίδραση της κρίσης COVID-19 αναμφισβήτητα θα είναι μεγάλη αν και περιβάλλεται από αβεβαιότητα όσον αφορά στην τελική επιβάρυνση των μεγεθών της οικονομίας. Όπως επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος ( ΤτΕ), είναι σαφές ότι η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και προσαρμογής στα νέα δεδομένα αποτελεί πρώτη προτεραιότητα και ιδιαίτερη πρόκληση.





Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης





Συνεπώς, ιδιαίτερα θετική επίδραση στην επιτάχυνση της ανάκαμψης θα έχει η υλοποίηση του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, καθώς και της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αξιοποιώντας τους πόρους του νέου μέσου ανάκαμψης Next Generation EU. Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ, για την επανεκκίνηση της οικονομίας είναι απαραίτητο να διαφυλαχθεί η κυβερνητική δέσμευση και αξιοπιστία ως προς την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί τόσο στην ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων όσο και στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με ισχυρά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομική δραστηριότητα.





Εξωγενή διαταραχή





Επιπλέον, η υγειονομική κρίση αποτελεί μια άνευ προηγουμένου εξωγενή διαταραχή με σοβαρές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, αβέβαιης έντασης και διάρκειας. Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική στην τρέχουσα συγκυρία είναι να αξιοποιήσει όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία προκειμένου να καλύψει τις αυξημένες δαπάνες για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, με τη μικρότερη δυνατή επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, και ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδος, θα πρέπει να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική πειθαρχία μεσοπρόθεσμα και να μετριαστεί όσο γίνεται η επίπτωση των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.





Ως εκ τούτου, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, στοχευμένες, ώστε να περιορίσουν κατά το δυνατόν τις επιπτώσεις της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, και λελογισμένες, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία μεγάλων και μόνιμων πρωτογενών ελλειμμάτων που θα επηρεάσουν αρνητικά τη μεσοπρόθεσμη δυναμική του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, το ύψος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων θα πρέπει να εξαρτηθεί από τη διατήρηση ενός υψηλού ταμειακού αποθέματος της γενικής κυβέρνησης, προκειμένου να μη διαταραχθεί η ικανότητα αναχρηματοδότησης των μεσομακροπρόθεσμων δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου και να αποφευχθεί μια πιθανή αύξηση του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους στις αγορές κεφαλαίων.





Πώς θα εξέλθει η χώρα από την κρίση





Και στη δική του έκθεση για την ελληνική οικονομία ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι όταν θα υποχωρήσει η έκτακτη κατάσταση της πανδημίας του κορωνοϊού, η Ελλάδα θα μπορεί ξανά να επικεντρωθεί σε ένα πρόγραμμα μεσοπρόθεσμου μετασχηματισμού για να αναζωογονήσει την ανάκαμψή με ισχυρότερη και δίκαιη ανάπτυξη. Σύμφωνα με το διεθνή οργανισμό, συνολικά η δημοσιονομική αντίδραση στο σοκ της COVID-19 είναι αναγκαία για τη διαχείριση του αντίκτυπου στον τομέα τη υγείας, τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και της προστασία της παραγωγικής δυναμικότητας. Ο ΟΟΣΑ τονίζει μάλιστα, ότι θα πρέπει να επεκταθούν στην περίπτωση που υπάρξει μία δεύτερη έξαρση.





Από κει και πέρα, στην έκθεση αναφέρεται ότι, η αβεβαιότητα για τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις είναι πολύ μεγάλη λόγω του κορωνοϊού. Ο διεθνής οργανισμός προβλέπει πως θα υπάρξει φέτος ύφεση 8% και το 2020 ανάπτυξη 4,5% στην περίπτωση που δεν υπάρξουν νέες εξάρσεις του κορωνοϊού. Στο σενάριο που θα υπάρξει και δεύτερη έξαρση αργότερα φέτος, προβλέπει ύφεση 9,8% φέτος και ανάπτυξη 2,3% το 2021. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΟΣΑ προτείνει ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων, το οποίο εκτιμά ότι θα αυξάνει τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 1% ετησίως έως το 2030, κυρίως χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητάς της.





Το πακέτο που προτείνει ο ΟΟΣΑ προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους (δηλαδή των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών) κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στο 4% του ΑΕΠ από 3% το 2021, την ενίσχυση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας για τη μείωση των ανισοτήτων, τη βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης και την αύξηση των δαπανών για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης.





Προϋποθέσεις για την πρόοδο





Αναλυτικότερα, στην έκθεση ο ΟΟΣΑ αναφέρει, μεταξύ άλλων: Η συνέχιση της προόδου που έχει γίνει όσον αφορά τη φορολογική συμμόρφωση και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών με παράλληλη συνέχιση της επίτευξης των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Επιπλέον, η επισκόπηση των δημοσίων δαπανών θα επιτρέψει την ανακατανομή τους υπέρ των επενδύσεων και των κοινωνικών προγραμμάτων.





Συν τοις άλλοις, η επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών αποτελεί προαπαιτούμενο για μια βιώσιμη ανάκαμψη των επενδύσεων.





Περαιτέρω πρόοδος για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την αύξηση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης (περιλαμβανομένου του δικαστικού συστήματος) είναι κρίσιμης σημασίας για τη μείωση του κόστους και των αβεβαιοτήτων για την υλοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα. Ο στόχος αυτός, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, απαιτεί τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, τη βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού πλαισίου, την προώθηση του ανταγωνισμού, τη βελτίωση των πολιτικών καινοτομίας και των φορολογικών κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη καθώς και το άνοιγμα των δημόσιων επιχειρήσεων σε ιδιωτικά κεφάλαια και διαχείριση.





Τέλος, η δημιουργία θέσεων εργασίας με καλύτερη ποιότητα και η αύξηση των μισθών απαιτούν την ενίσχυση των προγραμμάτων για την αγορά εργασίας και τη μείωση των ανισορροπιών μεταξύ των θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων που ζητούνται. Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και η μείωση της ανεπίσημης εργασίας εξαρτώνται από τη μείωση του υψηλού μη μισθολογικού κόστους εργασίας, διασφαλίζοντας επίσης ότι οι μισθοί θα αυξάνονται αντίστοιχα με την παραγωγικότητα της εργασίας και θα αρθούν τα εμπόδια για την εργασία. Η περαιτέρω ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας και η καλύτερη στόχευση στους πιο ευάλωτους θα μειώσει τα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των νέων και των ατόμων που είναι σε ηλικία που μπορούν να εργασθούν και θα προστατεύσει τους εργαζόμενους από εισοδηματικά σοκ.





Οι επίμονες διαρθρωτικές αδυναμίες και οι προκλήσεις





Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις αναλύσεις, τόσο της ΤτΕ, όσο και του ΟΟΣΑ, είναι ότι η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης λόγω του κορωνοϊού προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συνεκτικού εθνικού σχεδίου για την επανεκκίνηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Προς την κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συμβάλλει το έργο της Επιτροπής, υπό τον καθηγητή και κάτοχο του βραβείου Νομπέλ Οικονομίας Χριστόφορο Πισσαρίδη.





Η Επιτροπή παρουσίασε πρόσφατα την ενδιάμεση έκθεση για το Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας. Πρόκειται ενδιάμεσο και άρα ημιτελές κείμενο, που παραδίδεται για παρατηρήσεις και σχολιασμό. Θα οδηγήσει σε τελική Έκθεση τον Σεπτέμβριο 2020, αφού γίνουν προσθήκες και προσαρμογές στις ενότητες της παρούσας και αφού προστεθούν και νέες ενότητες.





Η έκθεση





Η Έκθεση αναλύει, κατά σειρά, τα κύρια χαρακτηριστικά και τάσεις της ελληνικής οικονομίας, τις βασικές διεθνείς τάσεις που θα επηρεάσουν τη μελλοντική της πορεία, τη γενική κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η οικονομία ώστε να επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, τις σημαντικότερες αγκυλώσεις που εμποδίζουν επί του παρόντος την αναπτυξιακή τροχιά, και προτεινόμενες δράσεις αναπτυξιακής πολιτικής.





Το βασικό συμπέρασμα της ενδιάμεσης έκθεσης είναι ότι η ελληνική οικονομία διολισθαίνει τα τελευταία χρόνια σταδιακά σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας, υποχωρώντας σε πολλές ουσιώδεις κατηγορίες σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Η Έκθεση υπογραμμίζει πως η χαμηλή παραγωγικότητα και η εσωστρέφεια, κεντρικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι η συστηματική αύξηση των εισοδημάτων και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με δράσεις οικονομικής πολιτικής που συστηματικά θα ενισχύουν την παραγωγικότητα, την εργασία και τις επενδύσεις.





Η Έκθεση υιοθετεί μια μεσοπρόθεσμη οπτική, καθώς η ουσιαστική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας προϋποθέτει δομικές αλλαγές που είναι εύλογο να συνεχίσουν να εξελίσσονται σε βάθος ετών, οπότε και θα φανούν τα πλήρη αποτελέσματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι αλλαγές δεν πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό. Τα θετικά αποτελέσματα αναμένεται να είναι ισχυρά ήδη από την αρχή. Ενδεικτικά, η αξιόπιστη τοποθέτηση της οικονομικής πολιτικής για την υποστήριξη ισχυρότερων ρυθμών ανάπτυξης μπορεί να προσελκύσει άμεσα επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας και ανθρώπινο κεφάλαιο. Επίσης, όσο χάνονται ευκαιρίες, η σχετική θέση της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνεται και η έκθεσή της σε κινδύνους από το διεθνές περιβάλλον αυξάνεται.





Αυτοί οι κίνδυνοι μπορεί να είναι συχνά απρόβλεπτοι, όπως αποδείχτηκε από την πανδημία COVID-19 που βρίσκεται σε εξέλιξη. To βάθος και η έκταση της τρέχουσας ύφεσης στην ελληνική οικονομία και παγκοσμίως είναι ακόμη δύσκολο να προβλεφθούν, όμως ασφαλώς πρόκειται για μια πολύ έντονη διαταραχή που απαιτεί, εκτός από τους βραχυπρόθεσμους χειρισμούς, και επιτάχυνση των πολιτικών ενίσχυσης της παραγωγικής δομής.





Οι παρεμβάσεις





Αν και υπάρχουν πολιτικές με ενδεχομένως μεγαλύτερη επίδραση στα εισοδήματα βραχυπρόθεσμα, αυτές μπορεί να έχουν μόνο πρόσκαιρα θετικά αποτελέσματα και πολύ αρνητικά στη συνέχεια. Οι παρεμβάσεις πολιτικής που προτείνονται στην Έκθεση θα αποδώσουν ουσιαστικά εάν εφαρμοστούν με συνέπεια και σε συνδυασμό μεταξύ τους. Βέβαια, εκτός από τον γενικό σχεδιασμό, κρίσιμης σημασίας είναι η εφαρμογή στην πράξη, μέσω κατάλληλων μηχανισμών του κράτους, περιφερειών, οργανισμών ή λοιπών φορέων, όπως και η συστηματική παρακολούθηση της προόδου που θα επιτελείται.





Η επίπτωση της πανδημίας και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης





Στην έκθεση η Επιτροπή αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η ελληνική οικονομία επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, οι οποίοι αντιστράφηκαν και πάλι το 2015, ενώ η Ευρωπαϊκή οικονομία κατέγραφε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Κατά την τελευταία διετία και με τη λήξη του τρίτου προγράμματος, η ελληνική οικονομία κινήθηκε σταδιακά και πάλι προς ισχυρότερη μεγέθυνση, υψηλότερη από αυτή πολλών άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης. Η πανδημία COVID-19 ανέτρεψε βίαια αυτή τη δυναμική, οδηγώντας την σε ύφεση όπως και το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Παρά την αυξημένη δυσκολία που εμφανίζεται πλέον στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, όπως και στις επενδύσεις από το εξωτερικό, αποτελεί κυρίαρχη ανάγκη να αντιστραφεί η ύφεση το συντομότερο και να δρομολογηθεί ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.





Το θετικό στοιχείο





Θετικό στοιχείο η συνεχιζόμενη πρόσβαση της οικονομίας, μέσα στην κρίση, στις διεθνείς αγορές με σχετικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης. Όμως, τα δημοσιονομικά ελλείματα δεν μπορούν να είναι υψηλά μεσοπρόθεσμα, δεδομένου και του Ευρωπαϊκού πλαισίου που έχει συμφωνηθεί. Τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και όσα αναμένεται να ληφθούν από την ΕΕ αυξάνουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Η σχετική υποστήριξη είναι κρίσιμη και απαραίτητη, καθώς χωρίς αυτή η ελληνική οικονομία θα κινδύνευε να παρασυρθεί σε βαθύτερη και περισσότερο εκτεταμένη ύφεση, ευάλωτη σε σημαντικούς τομείς, όπως ο τουρισμός και οι μεταφορές, και με περιορισμένες δυνατότητες άμυνας. 9. Οι πόροι που προγραμματίζεται να γίνουν διαθέσιμοι από την ΕΕ για τα επόμενα χρόνια πρέπει να προγραμματιστεί να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της παραγωγικής δομής και αλλαγής του προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας, όχι για εφήμερη ενίσχυση της κατανάλωσης.





 Ειδικότερα, θα πρέπει αφενός να χρησιμοποιηθούν για κατάλληλη υποστήριξη των απαραίτητων υποδομών και αφετέρου για χρηματοδότηση δομικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών. Θα πρέπει δηλαδή να χρησιμοποιηθούν μαζί με ένα πλαίσιο θεσμικών αλλαγών που θα αφορούν τον δημόσιο τομέα και την παραγωγή ώστε να τεθεί η οικονομία σε υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά. Κεντρική αναπτυξιακή κατεύθυνση Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας (δηλαδή της σχετικής συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν), καθώς και η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία.





Η στροφή της οικονομίας προς αυτή την κατεύθυνση, και με τρόπο συμβατό με τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους της χώρας, μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά στα επόμενα χρόνια με συνδυασμένες δράσεις της συνολικής οικονομικής πολιτικής. Αυτές θα υποβοηθήσουν και την αποτελεσματικότερη διασύνδεση της ελληνικής οικονομίας με τις τάσεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία και την ανάπτυξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων.





Οι προοπτικές





Από την πλευρά του ο ΣΕΒ σε σχετική ανάλυση σημειώνει ότι, στο ξεκίνημα της 10ετίας του 2020, η χώρα μας πλήττεται, όπως όλος ο κόσμος, από την πανδημία του COVID-19, με καλύτερες, όμως, οικονομικές προοπτικές από ποτέ. Ακολουθούνται αναπτυξιακές πολιτικές, που υποστηρίζονται πλέον από σημαντικούς σε μέγεθος ευρωπαϊκούς πόρους, σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που φαίνεται να θέλει να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα παραγωγικότητας της Ευρώπης, με φιλόδοξες χρηματοδοτικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Η ευκαιρία είναι μοναδική και πρέπει να την αξιοποιήσουμε. Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση της υπερφορολόγησης της οικονομίας, σε συνδυασμό με την πλήρη ανάπτυξη ενός μεταρρυθμιστικού φιλοαναπτυξιακού, και φιλοεπενδυτικού πλαισίου, μπορεί να δώσει ώθηση στις επενδυτικές πρωτοβουλίες που είναι αναγκαίες για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς μια περισσότερο εξωστρεφή και δυναμική οικονομία, με ισχυρή συμμετοχή της βιομηχανίας.