Alpha Bank: Οι διαρθρωτικές αδυναμίες οδήγησαν την τουρκική οικονομία σε έντονες αναταράξεις

30/03/2021, 18:51
Alpha Bank: Οι διαρθρωτικές αδυναμίες οδήγησαν την τουρκική οικονομία σε έντονες αναταράξεις

Η ανορθόδοξη προσέγγιση του προέδρου Ερντογάν ότι τα υψηλά επιτόκια δεν μειώνουν τον πληθωρισμό, η αποδυνάμωση της λίρας και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας εξετάζονται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε ΄σήμερα στη δημοσιότητα η Alpha Bank. 

Σύμφωνα με την Alpha Bank, η οικονομία της Τουρκίας, παρότι κατέγραψε ήπιους ρυθμούς μεγέθυνσης, μετά την κατάρρευση του εθνικού της νομίσματος, τον Αύγουστο 2018, δέχτηκε, στις αρχές του 2020, σοβαρό πλήγμα από την εξάπλωση της πανδημίας Covid-19.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες αδυναμίες της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής και τη φθίνουσα πορεία των συναλλαγματικών διαθεσίμων της κεντρικής τράπεζας (TCMB), ο πρόεδρος της Τουρκίας, τον Νοέμβριο 2020, απομάκρυνε τόσο τον επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, όσο και τον υπουργό Οικονομικών, με τη διαβεβαίωση ότι οι αντικαταστάτες τους θα ακολουθήσουν μια πολιτική περισσότερο φιλική προς τους συμμετέχοντες στις αγορές. Ο νέος επικεφαλής της TCMB, προκειμένου να συγκρατήσει την έντονη εξασθένιση της τουρκικής λίρας, η οποία είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 2020 και να αντιμετωπίσει την άνοδο του πληθωρισμού, εν μέσω των αυξανόμενων τιμών των τροφίμων, προέβη στην αύξηση του βασικού επιτοκίου (1 week repo) κατά 8,75 ποσοστιαίες μονάδες, από τον Νοέμβριο 2020 μέχρι σήμερα. Η τουρκική οικονομία, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που προκάλεσε η πανδημική κρίση, ήταν από τις λίγες οικονομίες διεθνώς που κατόρθωσε να επιτύχει, το 2020, θετικό ρυθμό μεταβολής του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), ξεπερνώντας όλες τις αναδυόμενες οικονομίες αλλά και τις οικονομίες των χωρών της ομάδας G20, πλην της Κίνας. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ της Τουρκίας ενισχύθηκε κατά 1,8%, το 2020, έναντι 0,9%, το 2019, ενώ ο ρυθμός μεγέθυνσης, στο τέταρτο τρίμηνο, αυξήθηκε, σε ετήσια βάση, κατά 5,9%.

Η αποπομπή του διοικητή της Κντερικής Τράπεζας

Η τουρκική οικονομία, έχοντας επιδείξει σημεία ανθεκτικότητας στην πανδημική κρίση, οδήγησε αρκετούς διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα) να αναθεωρήσουν επί τα βελτίω τις προβλέψεις τους για το 2021. Ωστόσο, η απρόσμενη απομάκρυνση, στις 20 Μαρτίου, του διοικητή της TCMB, σε διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών από την τοποθέτησή του, μία ημέρα μετά την απόφαση αύξησης κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες του βασικού επιτοκίου της TCMB στο 19%, προκάλεσε την έντονη ανησυχία των συμμετεχόντων στις αγορές. Η αιτία αυτής της ανησυχίας εστιάζεται στο γεγονός ότι ο αντικαταστάτης του διοικητή της κεντρικής τράπεζας θεωρείται υπέρμαχος των χαμηλών επιτοκίων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η οικονομική δραστηριότητα να οδηγηθεί σε νέα φάση διαταραχής, δεδομένου του υψηλού πληθωρισμού στη χώρα (Φεβρουάριος 2021: 15,6%). Άλλωστε, ο νέος διοικητής της κεντρικής τράπεζας συμμερίζεται την ανορθόδοξη οικονομική προσέγγιση του προέδρου της Τουρκίας ότι τα υψηλά επιτόκια δεν μειώνουν τον πληθωρισμό (Erdonomics).

Η αιφνίδια απομάκρυνση του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας προκάλεσε, την επομένη ημέρα, την αναγκαστική διακοπή των συναλλαγών, για δύο φορές, στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, εξαιτίας του εύρους των ρευστοποιήσεων (οι μεγαλύτερες των τελευταίων 20 ετών), οδήγησε το 5ετές CDS (ασφάλιστρο έναντι κινδύνου χρεοκοπίας) σε ιστορικά υψηλό, ενώ υπήρξε απότομη πτώση των ομολογιακών τιμών και εξασθένιση της τουρκικής λίρας. Η τελευταία, την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης, μετά την τοποθέτηση του νέου διοικητή της TCMB, απώλεσε 13,3% της αξίας της, έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, ενώ απείχε μόλις 1,2% από το ιστορικά χαμηλό που είχε καταγράψει τον περασμένο Νοέμβριο.

Το στίγμα της νομισματικής πολιτικής που θα ακολουθήσει ο νέος διοικητής εκτιμάται από τους συμμετέχοντες στις αγορές ότι θα προσδιοριστεί από την απόφαση που θα λάβει για τα επιτόκια η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της TCMB, στις 15 Απριλίου. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι πολιτικές πιέσεις και η περιορισμένη ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας αυξάνουν την πιθανότητα εκδήλωσης μιας συναλλαγματικής διαταραχής, η οποία μπορεί να προκαλέσει μια ευρύτερη οικονομική προσαρμογή στο εσωτερικό και, ταυτόχρονα, να ενισχύσει το συστημικό κίνδυνο στις αναδυόμενες οικονομίες γενικότερα.

Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και η "Αχίλλειος πτέρνα" του ισοζυγίου πληρωμών

Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τουρκίας έχουν εισέλθει σε καθοδική πορεία, τα τελευταία έτη, καθώς αναλώθηκαν σε ανεπιτυχείς προσπάθειες ανάσχεσης της πτώσης του νομίσματος στην αγορά συναλλάγματος από την κεντρική τράπεζα, το 2020. Από τις αρχές, ωστόσο, του έτους η TCMB έχει προβεί σε μια σειρά μέτρων για την αύξηση των ακαθάριστων συναλλαγματικών της διαθεσίμων, μέσω της αύξησης των ορίων των συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap) στα 16 δισ. δολάρια ΗΠΑ, με την κεντρική τράπεζα του Κατάρ και της Κίνας αλλά και της αύξησης των υποχρεωτικών αποθεματικών των τραπεζών προς αυτήν (45 δισ. δολάρια ΗΠΑ, 12.03.2021). Ως αποτέλεσμα, τα ακαθάριστα συναλλαγματικά διαθέσιμα (εξαιρουμένου του χρυσού) ανέρχονται στα 52,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ (12.03.2021), ήτοι αυξημένα άνω του 5%. Επισημαίνεται ότι η εξάρτηση από τη συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με την κεντρική τράπεζα του Κατάρ έχει τριπλασιαστεί, από το 2018, από τα 5 δισ. δολάρια ΗΠΑ, σε 15 δισ. δολάρια. Η συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων μεταξύ δύο κεντρικών τραπεζών έχει ως στόχο τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας και την παροχή χρηματοδότησης σε ξένο νόμισμα, σε εγχώριες τράπεζες, σε περιόδους επικράτησης υψηλής μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιπρόσθετα, η Τουρκία διατηρεί σημαντικά αποθέματα χρυσού (Δ’ τρίμηνο 2020: 544 τόνοι), των οποίων η αύξηση έχει συμβάλει ώστε η αξία του χρυσού (39 δισ. δολάρια ΗΠΑ, 12.03.2021) να υπολείπεται κατά 13,7 δισ. δολάρια των συναλλαγματικών της διαθεσίμων. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που κατέχει σήμερα η TCMB δεν μπορούν να χαρακτηριστούν επαρκή, αν απαιτηθεί να μην ανανεωθούν οι συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων και γίνει επιτακτική ανάγκη η αποπληρωμή των βραχυπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, η επιβολή ορίων στα swaps και ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) αποτελούν ανά πάσα χρονική στιγμή ενδεχόμενα μέτρα προς υιοθέτηση. Επισημαίνεται ότι, όσο χαμηλότερα διαμορφώνονται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης μιας σοβαρής συναλλαγματικής κρίσης, η οποία ενδεχομένως να προκαλέσει διαταραχές στην οικονομική δραστηριότητα και να επιδεινώσει τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας.

Η αποδυνάμωση της τουρκικής λίρας και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας

Η οικονομική μεγέθυνση, στη διετία 2019-2020, βασίστηκε, κατά κύριο, λόγο στην ενίσχυση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα. Οι κρατικές τράπεζες, με πολιτική παρότρυνση, ξεκίνησαν, από το δεύτερο εξάμηνο του 2019, την παροχή πιστώσεων για να αντιμετωπίσουν την οικονομική ύφεση που είχε προκαλέσει η συναλλαγματική κρίση του 2018. Ωστόσο, η πιστωτική επέκταση συνεχίστηκε σε υψηλό βαθμό και το 2020, λόγω των μέτρων στήριξης της εγχώριας ζήτησης από την πανδημική κρίση.

Παρότι η τουριστική βιομηχανία επωφελήθηκε από την ανταγωνιστική ισοτιμία, το 2019, συμβάλλοντας στη δημιουργία πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η εξέλιξη αυτή δεν επαναλήφθηκε το 2020 και δεν αναμένεται να επαναληφθεί ούτε και το 2021, εξαιτίας του αντίκτυπου της πανδημίας στην τουριστική βιομηχανία. Σε πρώτη ανάγνωση, μια υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προκαλεί αύξηση του κόστους των εισαγωγών και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, αλλά στην περίπτωση της τουρκικής οικονομίας το σχετικά μεγάλο μέγεθός της απαιτεί την ύπαρξη σημαντικών κεφαλαίων σε συνεχή βάση. Τα κεφάλαια αυτά μπορούν να προέλθουν από το εσωτερικό (μέσω αποταμιεύσεων) ή από το εξωτερικό (Άμεσες Ξένες Επενδύσεις-FDI). Ωστόσο, ο χαμηλός ρυθμός αποταμίευσης στην Τουρκία δημιουργεί σημαντικές ανισορροπίες και εξάρτηση από τις ξένες πηγές κεφαλαίου.

Στο τέλος του 2019, το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας ανερχόταν στο 56% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας επιβαρύνει το χρέος των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την TCMB, τον Ιανουάριο του 2021, το βραχυπρόθεσμο χρέος διαμορφωνόταν σε 140,3 δισ. δολάρια ΗΠΑ, εκ των οποίων τα 57 δισ. δολάρια αφορούσαν μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Η υποτίμηση αυξάνει το χρέος του μη χρηματοοικονομικού τομέα, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων αυτού είναι σε τουρκική λίρα. Αυτή είναι μια πρόκληση που ασκεί καθοδικές πιέσεις στην οικονομία και αυξάνει τις πιθανότητες για τη δημιουργία μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Επιπρόσθετα, οι ακαμψίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας λειτουργούν ανασταλτικά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα που σημειώνεται σε ορισμένους τομείς της οικονομίας συντηρεί τον υψηλό πληθωρισμό. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα αυξημένα επίπεδα γεωπολιτικού κινδύνου σε διάφορα μέτωπα -η σχέση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, οι εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο- θα μπορούσαν, ανά πάσα στιγμή, να αποτελέσουν επιταχυντές μιας νέας οικονομικής κρίσης.