Ο μακρύς δρόμος της ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης

26/03/2022, 21:07
Ο μακρύς δρόμος της ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης

Κρίσιμες αποφάσεις για το ενεργειακό μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία εκ των πραγμάτων επισπεύδει τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας - Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και ο υψηλός βαθμός εξάρτησης από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου - Ο αναγκαίος συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και το “στοίχημα” της ενεργειακής αυτάρκειας

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η Ε.Ε. ξαφνικά συνειδητοποίησε, ότι πρέπει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο, κυρίως στο κρίσιμο “μέτωπο” του τομέα της ενέργειας. Και έθεσε ως φιλόδοξο στόχο την ανεξαρτησία από το ρωσικό φυσικό αέριο πολύ πριν από το τέλος της δεκαετίας. Ιδιαίτερα δύσκολο το εγχείρημα, από τη στιγμή που διαχρονικά, ο τον βαθμός εξάρτησης των ευρωπαϊκών κρατών από τις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου είναι μεγάλος.

Σε όλα τα επίσημα κοινοτικά κείμενα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας (π.χ. από αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν) επισημαίνεται ότι, όσο πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά διαφοροποιήσει η Ε.Ε. τον ενεργειακό εφοδιασμό της, επιταχύνει την ανάπτυξη των τεχνολογιών πράσινης ενέργειας και μειώσει τη ζήτηση ενέργειας, τόσο πιο γρήγορα θα υποκαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο.

Για αυτό και πρέπει να υπάρξουν νέες δράσεις για την αύξηση της παραγωγής πράσινης ενέργειας, τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και τη μείωση της ζήτησης, εστιάζοντας κυρίως στο φυσικό αέριο, το οποίο επηρεάζει σημαντικά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για το οποίο η παγκόσμια αγορά είναι λιγότερο ρευστή. Η εστίαση μπορεί να επεκταθεί στη σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και τον ρωσικό γαιάνθρακα, για τα οποία η Ε.Ε. διαθέτει ευρύτερο φάσμα δυνητικών προμηθευτών.

Πλήγμα στους ευάλωτους

Ειδικότερα, η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης θα μειώσει τις εκπομπές, θα μειώσει την εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και θα προσφέρει προστασία έναντι των αυξήσεων των τιμών. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων πλήττει ιδιαίτερα τους ενεργειακά φτωχούς ή ευάλωτους οικιακούς καταναλωτές, οι οποίοι δαπανούν υψηλό ποσοστό του συνολικού εισοδήματός τους στους λογαριασμούς ενέργειας, και επιτείνει τις διαφορές και τις ανισότητες στην Ε.Ε.

Επιπλέον οι επιχειρήσεις, ιδίως οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αλλά και ο αγροδιατροφικός τομέας, βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η προσφορά οικονομικά προσιτής, εξασφαλισμένης και καθαρής ενέργειας σε εταιρείες και νοικοκυριά απαιτεί αποφασιστική δράση, η οποία να ξεκινά αμέσως με τον μετριασμό των τιμών και την αποθήκευση φυσικού αερίου για τον επόμενο χειμώνα.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στις αγορές ενέργειας κατά τους τελευταίους μήνες, και ιδίως η δραματική αλλαγή στην κατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας της Ε.Ε. κατά τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, καθιστούν αναγκαία την επιτάχυνση της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας και, ως εκ τούτου, την αύξηση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της Ευρώπης.

Απαιτούνται άμεσες δράσεις για να μετριαστεί ο αντίκτυπος των υψηλών τιμών στα νοικοκυριά, τους γεωργούς, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία. Η εξάλειψη της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα θα επιταχύνει την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος στα κράτη μέλη, η οποία θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Κατάσταση εκτάκτου ανάγκης

Το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι μεγάλο. Συγκεκριμένα, τις ενεργειακές μας ανάγκες, οι οποίες ανέρχονται σε 57% έως 60% της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας κατά την τελευταία πενταετία.

Αν και η εγχώρια παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η φθίνουσα παραγωγή γαιάνθρακα, λιγνίτη και φυσικού αερίου στην Ε.Ε. έχει ως αποτέλεσμα η Ε.Ε. να εξακολουθεί να εξαρτάται από τις εισαγωγές φυσικού αερίου (90% της κατανάλωσης), πετρελαίου (97%) και λιθάνθρακα (70%).

Στον τομέα του φυσικού αερίου, η Ρωσία παρείχε περίπου το 45% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου της Ε.Ε. το 2021. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό αυτό ανέρχεται κατά μέσο όρο σε περίπου 40%. Οι άλλοι κύριοι προμηθευτές φυσικού αερίου στην Ε.Ε. ήταν η Νορβηγία (23%), η Αλγερία (12%), οι Ηνωμένες Πολιτείες (6%) και το Κατάρ (5%).

Όσον αφορά στο αργό πετρέλαιο, η Ρωσία ήταν επίσης ο μεγαλύτερος προμηθευτής εισαγωγών της Ε.Ε. (27%), ακολουθούμενη από τη Νορβηγία (8%), το Καζακστάν (8%) και τις ΗΠΑ (8%). Στον τομέα του λιθάνθρακα, παρόλο που ο όγκος των εισαγωγών μειώθηκε τα τελευταία χρόνια, η Ρωσία παραμένει επίσης ο κύριος προμηθευτής (46%), ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ (15%) και την Αυστραλία (13%).

Την ίδια ώρα, οι τιμές της ενέργειας βρίσκονται σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα και παραμένουν ευμετάβλητες. Ακριβώς πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου ήταν περίπου 200 % υψηλότερες από ό,τι ένα έτος νωρίτερα (Φεβρουάριος 2022). Οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας ακολούθησαν παρόμοια τάση.

Οι υψηλές τιμές της ενέργειας τροφοδοτήθηκαν αρχικά από την ισχυρή παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου κατά την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία COVID-19, και τώρα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την ενεργειακή κρίση.

Οι αβεβαιότητες σχετικά με τον εφοδιασμό από τον κύριο προμηθευτή της Ευρώπης –τη Ρωσία– εντείνουν την αστάθεια της αγοράς, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη μεταβλητότητα και τις τιμές. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές δείχνουν ότι οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλότερες από τον πρόσφατο μέσο όρο για κάποιο χρονικό διάστημα.

Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας πλήττουν φυσικά την οικονομία. Η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πριν από την εισβολή ήταν ότι οι κλυδωνισμοί των τιμών της ενέργειας θα μειώσουν την αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 0,5 εκατοστιαίες μονάδες το 2022. Οι συνεχιζόμενες υψηλές τιμές της ενέργειας είναι πιθανό να αυξήσουν τη φτώχεια και να επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, ιδιαίτερα, έχουν αντιμετωπίσει υψηλότερο κόστος παραγωγής. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας σημαίνουν επίσης υψηλότερες τιμές και για άλλα εμπορεύματα και ιδίως για τα τρόφιμα. Ο συνδυασμός υψηλότερων τιμών ενέργειας, αυξημένου κόστους μετακίνησης και υψηλότερων τιμών τροφίμων θα προκαλούσε εξαιρετικά μεγάλη πίεση στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.

Οι υψηλές τιμές της ενέργειας επηρεάζουν τις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές αλυσίδες εφοδιασμού με επιπτώσεις στην παραγωγή, στην απασχόληση και στις τιμές. Ο τομέας των λιπασμάτων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η παραγωγή στον εν λόγω τομέα, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη, έχει καταστεί ασύμφορη και, κατά συνέπεια, μειώθηκε σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει τις θέσεις εργασίας στον τομέα.

Επιπλέον, η μειωμένη παραγωγή λιπασμάτων αναμένεται να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές των τροφίμων ή σε χαμηλότερα περιθώρια κέρδους για τη βιομηχανία τροφίμων. Επιπλέον, οι υψηλές τιμές της ενέργειας παγκοσμίως μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε μείωση της προμήθειας πρώτων υλών και συστατικών στοιχείων σε περίπτωση μείωσης της παραγωγής.

Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει στιγμιαίως διάφορους κατασκευαστές της ΕΕ που εξαρτώνται από τα εν λόγω συστατικά και τις ύλες, με αξιοσημείωτο το παράδειγμα του μαγνησίου και της αυτοκινητοβιομηχανίας της Ε.Ε.

Ανατιμήσεις διαρκείας

Βεβαίως, οι μεγάλες ανατιμήσεις στην ενέργεια “τρέχουν” από το δεύτερο μισό του 2021 τουλάχιστον. Απλά ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να επιδεινώσει μια ήδη άσχημη κατάσταση. Ειδικά η αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι και πρόσφατα οφειλόταν κυρίως στην παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου, η οποία εκτινάχθηκε με την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης. Η αυξανόμενη ζήτηση δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της προσφοράς, με επιπτώσεις που έγιναν αισθητές όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Επιπλέον, οι ποσότητες φυσικού αερίου που προέρχονται από τη Ρωσία ήταν χαμηλότερες από τις αναμενόμενες, γεγονός που περιόρισε την αγορά ενώ πλησίαζε η περίοδος θέρμανσης. Αν και έχει εκπληρώσει τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις της με τους Ευρωπαίους ομολόγους της, η Gazprom προσέφερε ελάχιστη ή μηδενική πρόσθετη δυναμικότητα για την ελάφρυνση της πίεσης στην αγορά φυσικού αερίου της Ε.Ε.

Η καθυστερημένη συντήρηση των υποδομών κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει περιορίσει επίσης τον εφοδιασμό με φυσικό αέριο. Η ευρωπαϊκή τιμή των ανθρακούχων εκπομπών αυξήθηκε επίσης απότομα το 2021, αν και πολύ λιγότερο από την τιμή του φυσικού αερίου.

Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου επηρεάζει εξάλλου την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εννέα φορές περισσότερο από ό,τι η αύξηση της τιμής των ανθρακούχων εκπομπών. Η τιμή αυξήθηκε λόγω της υψηλότερης ζήτησης δικαιωμάτων εκπομπής που οφείλεται στην υψηλότερη οικονομική δραστηριότητα μετά την πανδημία και στις προσδοκίες που συνδέονται με την κλιματική φιλοδοξία για το 2030, αλλά όχι μόνο.

Οι ίδιες οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου συμβάλλουν επίσης στην αύξηση της τιμής των ανθρακούχων εκπομπών, δεδομένου ότι οδηγούν σε αυξημένη χρήση γαιάνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και, κατά συνέπεια, σε υψηλότερη ζήτηση δικαιωμάτων εκπομπής.

Σημειώνεται ότι το φυσικό αέριο εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της Ε.Ε. Αντιπροσωπεύει επί του παρόντος περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της Ε.Ε.

Περίπου το 26 % του εν λόγω φυσικού αερίου χρησιμοποιείται στον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των σταθμών συνδυασμένης παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού) και περίπου το 23 % στη βιομηχανία.

Αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μετάβαση σε άλλα είδη καυσίμων όπως το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας παρέμεινε περίπου στο 25 % του μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας, η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει αντιστρέψει, τουλάχιστον προσωρινά, αυτή τη δυναμική σε ορισμένα κράτη μέλη.

Η προετοιμασία για τον επόμενο χειμώνα

Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν διενήργησε επείγουσα ανάλυση ετοιμότητας αντιμετώπισης κινδύνων όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού με φυσικό αέριο και την κοινοποίησε στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή έχει μοντελοποιήσει την ετοιμότητα της Ε.Ε. για διάφορα σενάρια διαταραχής του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.

Τα αποτελέσματα δείχνουν την ανθεκτικότητα της ΕΕ σε ευρείας κλίμακας διαταραχές και το γεγονός ότι οι προμήθειες φυσικού αερίου είναι επαρκείς ακόμη και σε περίπτωση πλήρους διακοπής του εφοδιασμού από τη Ρωσία για αυτή τη χειμερινή περίοδο θέρμανσης.

Από την ανάλυσή προκύπτει επίσης ότι είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η επαναπλήρωση των δεξαμενών αποθήκευσης πριν από την επόμενη χειμερινή περίοδο θέρμανσης.

Προτάσεις για το αποθηκευμένο φυσικό αέριο

Οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου προμηθεύουν συνήθως το 25-30 % του φυσικού αερίου της ΕΕ που καταναλώνεται τον χειμώνα. Η Επιτροπή παρουσίασε προτάσεις για την επίτευξη υψηλότερης πλήρωσης των επιπέδων αποθηκευμένου φυσικού αερίου, ώστε η ΕΕ να είναι καλά προετοιμασμένη για τον επόμενο χειμώνα. Η Κομισιόν θα υποβάλει σύντομα νομοθετική πρόταση σχετικά με τους ελάχιστους όγκους αποθηκευμένου φυσικού αερίου, η οποία θα καθορίζει στόχο πλήρωσης 90 % έως την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους, θα χαρακτηρίζει την αποθήκευση φυσικού αερίου ως υποδομή ζωτικής σημασίας και θα αντιμετωπίζει τους κινδύνους ιδιοκτησίας των υποδομών αποθήκευσης. Η Επιτροπή προτείνει επίσης τη χορήγηση πλήρους επιστροφής δασμών στα σημεία αποθήκευσης.

Ρυθμίσεις αλληλεγγύης

Εφόσον δεν έχει θεσπιστεί νομοθεσία της Ε.Ε., η Κομισιόν καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για επαναπλήρωση των δεξαμενών αποθήκευσης πριν από την επόμενη περίοδο θέρμανσης και να συνάψουν ρυθμίσεις αλληλεγγύης, όπως προβλέπεται από τον ισχύοντα κανονισμό για την ασφάλεια εφοδιασμού με φυσικό αέριο. Επιπλέον, θα θεσπιστεί μηχανισμός για τη διασφάλιση του δίκαιου επιμερισμού του κόστους που έχει η ασφάλεια του εφοδιασμού. Η πιο κρίσιμη πρόταση στο πεδίο αυτό,είναι να υπάρξουν συντονισμένες εργασίες επαναπλήρωσης με φυσικό αέριο, κυρίως μέσω κοινών προμηθειών, της συγκέντρωσης παραγγελιών και της αντιστοίχισης προμηθειών.

Πώς θα επιτευχθεί η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο

Με στόχο τη σταδιακή απεξάρτησή από τα ορυκτά καύσιμα με προέλευση τη Ρωσία πολύ πριν από το 2030, η Ε.Ε. πρότεινε την πρωτοβουλία REPowerEU, ένα σχέδιο για την αύξηση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού της συστήματος και τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού της με φυσικό αέριο, με την αύξηση των εισαγωγών ΥΦΑ και των εισαγωγών μέσω αγωγών από προμηθευτές εκτός Ρωσίας, καθώς και την ενίσχυση της χρήσης βιομεθανίου και ανανεώσιμου υδρογόνου.

Ήδη πριν από το τέλος του έτους, η πρωτοβουλία RePowerEU θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου της ΕΕ κατά ποσότητες που ισοδυναμούν με τα δύο τρίτα των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου από το προηγούμενο έτος.

Αλλαγή τοπίου

Την τελευταία δεκαετία το τοπίο της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου έχει αλλάξει σημαντικά. Ο σχεδιασμός της αγοράς σε συνδυασμό με την αυξημένη δυναμικότητα διασύνδεσης φυσικού αερίου (συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων αντίστροφης ροής) έχει οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις των υποδομών, μεταξύ άλλων μέσω έργων κοινού ενδιαφέροντος.

Χάρη σε αυτό, τους τελευταίους μήνες η Επιτροπή θα μπορούσε να συνεργαστεί με διάφορους εταίρους ανά τον κόσμο για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο μέσω αγωγών ή μέσω ΥΦΑ. Οι ΗΠΑ, η Νορβηγία, το Κατάρ, το Αζερμπαϊτζάν, η Αλγερία, η Αίγυπτος, η Κορέα, η Ιαπωνία, η Νιγηρία, η Τουρκία και το Ισραήλ συγκαταλέγονται στις χώρες αυτές.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ρεκόρ όγκου εισαγωγών ΥΦΑ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Η Ε.Ε. έχει τη δυνατότητα να εισάγει επιπλέον 50 bcm ΥΦΑ σε ετήσια βάση. Στο σημείο αυτό υπογραμμίζεται η σημασία της περαιτέρω διαφοροποίησης των προμηθευτών και των υποδομών, της επιτάχυνσης των έργων που έχουν ήδη προγραμματιστεί και της αξιολόγησης της ανάγκης για άλλες νέες υποδομές με ισχυρή διασυνοριακή διάσταση και συμβατότητα με το υδρογόνο.

Επιπλέον, η Επιτροπή παρουσίασε νομοθετικές προτάσεις που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της χρήσης ανανεώσιμων αερίων και αερίων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, ενθαρρύνοντας έτσι την απανθρακοποίηση της αγοράς φυσικού αερίου της ΕΕ, την ενίσχυση της διαφοροποίησης του εφοδιασμού και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας για όλους τους πολίτες στην Ευρώπη.

Για να ενισχυθεί η παραγωγή βιομεθανίου στην Ε.Ε., το σχέδιο REPowerEU έχει ως στόχο την παραγωγή 35 bcm βιομεθανίου έως το 2030, διπλασιάζοντας την τρέχουσα φιλοδοξία της ΕΕ, με χρήση βιώσιμων πηγών βιομάζας, όπως γεωργικά απόβλητα και κατάλοιπα.

Το REPowerEU θα δημιουργήσει επίσης πρόγραμμα επιτάχυνσης της χρήσης υδρογόνου, αναπτύσσοντας ολοκληρωμένες υποδομές, εγκαταστάσεις αποθήκευσης και τη δυναμικότητα των λιμένων. Η Επιτροπή εκτιμά ότι επιπλέον 15 εκατομμύρια τόνοι (mt) ανανεώσιμου υδρογόνου μπορούν να αντικαταστήσουν 25-50 bcm ετησίως εισαγόμενου ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2030 (10 mt εισαγόμενου ανανεώσιμου υδρογόνου από διάφορες πηγές και επιπλέον 5 mt ανανεώσιμου υδρογόνου που παράγεται στην Ευρώπη, πέραν των 5 mt που έχουν ήδη προγραμματιστεί).

Χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης ΑΠΕ

Από την άλλη, οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εξακολουθούν να παρεμποδίζονται πολύ συχνά από χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης και άλλους διοικητικούς φραγμούς σε εθνικό επίπεδο.

Η σημερινή ανακοίνωση εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να μειωθούν οι ρυθμιστικοί φραγμοί ώστε να επιταχυνθεί η αδειοδότηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος για την ανάπτυξη έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη βελτίωση των υποδομών δικτύου.

Η Επιτροπή θα δημοσιεύσει τον Μάιο σύσταση σχετικά με την ταχεία αδειοδότηση έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την αντιμετώπιση των κυριότερων φραγμών και λύσεις ορθής πρακτικής για την αντιμετώπισή τους.