Το καλό και το «κακό» σενάριο για την ελληνική οικονομία

18/04/2022, 11:31
Το καλό και το «κακό» σενάριο για την ελληνική οικονομία

Η ενίσχυση του κλίματος αβεβαιότητας, η επιδείνωση των διεθνών και εγχώριων οικονομικών συνθηκών, και οι θετικές επιδράσεις από μια σειρά παράγοντες

Ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας κορυφώνει τις γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. αφενός και της Ρωσίας αφετέρου. Συνιστά μια νέα, πολύ μεγάλη, εξωγενή διαταραχή για τις οικονομίες των κρατών-μελών της Ε.Ε., η οποία πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και, μέσω των δευτερογενών επιδράσεων, επηρεάζει και τη συνολική ενεργό ζήτηση, όπως επισημαίνει στην ετήσια έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

Ειδικότερα, όσον αφορά την ευρωπαϊκή οικονομία, άμεση επίπτωση είναι η παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων σε υψηλότερο επίπεδο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αρχικά αναμενόταν. Ο πόλεμος και οι συνακόλουθες οικονομικές κυρώσεις προκαλούν εκτίναξη των ήδη υψηλών τιμών της ενέργειας, με δεδομένη την πολύ μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία, αλλά και των τιμών των βιομηχανικών μετάλλων και των τροφίμων.

Μέσω της μετακύλισης του αυξημένου κόστους παραγωγής και μεταφοράς στις τελικές τιμές, τροφοδοτείται ο γενικός πληθωρισμός, που επιδρά αρνητικά στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Η περικοπή της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών και η μειωμένη κερδοφορία των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών με κίνδυνο ματαίωσης ή αναβολής επενδυτικών αποφάσεων, οδηγούν σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Ο κίνδυνος του πληθωρισμού

Με άλλα λόγια, ενόσω οι ευρωπαϊκές χώρες σταδιακά εξέρχονται από την πανδημία, βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα νέο κίνδυνο, τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Η συνεχιζόμενη μεγάλη άνοδος των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών, καθώς και οι δράσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων που έχει θέσει η Ε.Ε. για την πράσινη μετάβαση, ενδέχεται να οδηγήσουν σε πιέσεις για αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς για τη διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των νοικοκυριών. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων και προσδοκιών, η οποία, σε συνδυασμό με την υψηλή αβεβαιότητα, αναδεικνύεται ο σημαντικότερος βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Επιπλέον, η μεταβολή των γεωπολιτικών ισορροπιών διεθνώς ελαχιστοποιεί τα περιθώρια οικονομικής συνεργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο και εντείνει το κλίμα εσωστρέφειας, με δυσμενείς επιπτώσεις για το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία. Το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης γεωπολιτικής αστάθειας στην Ανατολική Ευρώπη επιφέρει σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες τόσο για την παγκόσμια ειρήνη, ασφάλεια και συνεργασία όσο και για την αναπτυξιακή δυναμική. Η γεωπολιτική κρίση αποτελεί όμως παράλληλα ιστορική ευκαιρία για βαθύτερη οικονομική και πολιτική ένωση στην Ευρώπη, με σκοπό την ισχυροποίηση των θεσμών της Ε.Ε. σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, της ασφάλειας και της ενεργειακής αυτονομίας.

Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και η γεωπολιτική κρίση

Σύμφωνα με τη ΤτΕ, για την ελληνική οικονομία, ο πόλεμος την Ουκρανία αποτελεί μία σοβαρή αρνητική διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας βραχυπρόθεσμα και σε περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού. Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων έχει ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και αναμένεται να επιβραδύνει τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.

Η επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία δυσχεραίνει τον ενεργειακό εφοδιασμό και το διεθνές εμπόριο, ενώ δημιουργούνται σημαντικές διαταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας λόγω προβλημάτων τροφοδοσίας πρώτων υλών σε σημαντικούς βιομηχανικούς κλάδους. Όσο κλιμακώνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις, παρατηρείται αύξηση της αβεβαιότητας και επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη. Καθώς ο πόλεμος είναι σε εξέλιξη, είναι δύσκολο να αποτιμηθούν με ακρίβεια οι οικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας, οι οποίες θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια της σύγκρουσης, την τελική της έκβαση και τις αποφάσεις δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η ΤτΕ σημειώνει ότι, η δυναμική της ανάπτυξης που παρατηρήθηκε το 2021 και αναμένεται να συνεχιστεί και στο επόμενο διάστημα είναι απαραίτητο να υποστηριχθεί, προκειμένου να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και να αντισταθμιστούν οι αβεβαιότητες που συνδέονται με την εξέλιξη της πανδημίας και την επίταση των πληθωριστικών πιέσεων. Σχετικά σημειώνονται τα εξής:

(α) Η απορρόφηση και αξιοποίηση των πόρων ύψους 72 δισ. ευρώ από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) θα πρέπει να επιταχυνθεί, προκειμένου να επιτευχθούν ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης που θα ξεπεράσουν το 3% κατά μέσο όρο. Η σημασία της υλοποίησης των σχετικών επενδυτικών δράσεων για την κάλυψη του επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε στη δεκαετία της κρίσης, αλλά και για την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, είναι μεγάλη. Ταυτόχρονα, είναι αναγκαία η συνέχιση και επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, προκειμένου να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα πόροι και παραγωγικές υποδομές.

(β) Η στενή παρακολούθηση της εξέλιξης των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς και των στοιχείων κόστους της παραγωγής, όπως της εξέλιξης των μισθών αλλά και του ενεργειακού κόστους, είναι κομβικής σημασίας για τη διατήρηση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας η οποία επιτεύχθηκε κατά την τελευταία δεκαετία. Μεσοπρόθεσμα, μεταρρυθμίσεις που αφορούν την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και στην αναχαίτιση των πληθωριστικών πιέσεων.

(γ) Στη διάρκεια της πανδημίας η εμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων, δηλαδή εκείνου του εξωτερικού τομέα της οικονομίας και του δημοσιονομικού, δημιούργησε προβληματισμό. Υπάρχουν ωστόσο ισχυρές ενδείξεις που υποστηρίζουν τον προσωρινό χαρακτήρα της επανεμφάνισής τους και προβλέπουν την ταχεία αποκλιμάκωσή τους. Αναφορικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επισημαίνεται ότι, επειδή αναμένεται σημαντική άνοδος των εισαγωγών που συνδέεται με τις αυξημένες επενδύσεις το επόμενο διάστημα, είναι αναγκαία η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών που θα συμβάλουν στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, προκειμένου να διατηρηθεί το έλλειμμα του σε χαμηλά επίπεδα.

Πώς επηρεάζει ο πόλεμος στην Ουκρανία την ελληνική οικονομία

Από κει και πέρα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι, οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από τη ρωσοουκρανική κρίση μπορούν να διακριθούν σε άμεσες, στο βαθμό που αφορούν τις διμερείς οικονομικές σχέσεις της Ελλάδος με καθεμία από τις δύο εμπόλεμες χώρες και τη μείωση της ζήτησης ελληνικών εξαγωγών, και έμμεσες, λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και άλλων αγαθών, αλλά και της ανόδου της αβεβαιότητας παγκοσμίως. Οι βασικοί δίαυλοι μετάδοσης αυτών των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία είναι τρεις: (α) η αύξηση των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, (β) η μείωση της εξωτερικής ζήτησης ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών και (γ) η άνοδος της αβεβαιότητας και η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Αύξηση των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων

Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδος είναι ιδιαίτερα υψηλή. Ειδικότερα, παρά τις προσπάθειες αλλαγής του ενεργειακού μίγματος προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα συνεχίζει να εισάγει πάνω από τα 2/3 της ενέργειας που καταναλώνει, κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το 20% των εισαγωγών πετρελαίου και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου είναι από τη Ρωσία. Παράλληλα, σημαντικές είναι οι εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών που κατευθύνονται στους κλάδους παραγωγής τροφίμων και βασικών μετάλλων. Οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος διαβίωσης και να περιορίζεται το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών για κατανάλωση.

Επιπλέον, προκαλούνται σημαντικές διαταραχές στην παραγωγή, λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής και μεταφορών, με αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την παροχή ενδιάμεσων και κεφαλαιακών αγαθών, με δυσμενείς επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, και να προκαλέσουν περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις.

Επομένως, οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, οι συνακόλουθες διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η ένταση των επιπτώσεων αυτών θα εξαρτηθεί από το βαθμό και την ταχύτητα με την οποία οι εγχώριες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να προμηθευθούν τα παραπάνω εμπορεύματα από άλλες αγορές εναλλακτικές της Ρωσίας και της Ουκρανίας, καθώς και από τα διαθέσιμα αποθέματα παγκοσμίως για την κάλυψη της ζήτησης.

Μείωση εξωτερικής ζήτησης ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών

Η άμεση επίδραση στην ελληνική οικονομία λόγω διατάραξης ή και διακοπής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ελλάδος και των εμπόλεμων χωρών θα είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι, αν εξαιρεθεί η εξάρτηση της Ελλάδος από τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, οι εν λόγω συναλλαγές αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό του συνολικού εμπορίου της Ελλάδος σε αγαθά και υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των εμπορευματικών συναλλαγών της τελευταίας τετραετίας (2018-21), οι εξαγωγές της Ελλάδος προς τη Ρωσία δεν ξεπερνούν το 1% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία χωρίς τα καύσιμα ανέρχονται σε μόλις 1,4% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών. Οι εμπορικές συναλλαγές με την Ουκρανία είναι ακόμη μικρότερες (0,7% και 0,3% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών αντίστοιχα).

Στο σύνολο των εισπράξεων από υπηρεσίες, το μερίδιο της Ρωσίας ανέρχεται σε περίπου 2%, ενώ της Ουκρανίας σε μόλις 0,6% κατά την τετραετία πριν την πανδημία (2016-19). Στην περίπτωση της Ρωσίας, πάνω από το 50% των εξαγωγών υπηρεσιών προερχόταν από ταξιδιωτικές υπηρεσίες και περίπου το 40% από υπηρεσίες μεταφορών (κυρίως θαλάσσιες). Αναφορικά με τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, το συνολικό μερίδιο της Ρωσίας και της Ουκρανίας το 2019 δεν ξεπέρασε το 3,5%, ενώ το 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο.

Άνοδος της αβεβαιότητας

Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας πλήττει την παγκόσμια εμπιστοσύνη, προκαλώντας άνοδο της μεταβλητότητας τόσο στον πραγματικό τομέα της οικονομίας όσο και στο χρηματοπιστωτικό. Η αύξηση της αβεβαιότητας τροφοδοτεί σημαντικές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης των οικονομιών και την επανεξέταση των επενδυτικών τοποθετήσεων παγκοσμίως, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για επενδυτικά σχέδια που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά και για τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας.

Επιπλέον, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της επαναξιολόγησης των κινδύνων διεθνώς οδηγεί σε επιδείνωση των όρων και του κόστους άντλησης νέας χρηματοδότησης για τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικά σε περίπτωση παρατεταμένης διάρκειας της σύγκρουσης, θα πληγεί σε μεγάλο βαθμό η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα την αναβολή υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων.

Το καλό και το “κακό” σενάριο

Σύμφωνα με την ΤτΕ, αρχική πρόβλεψη για το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ήταν 4,8%. Μια πρώτη εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων της ουκρανικής κρίσης στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 γίνεται με τη χρήση του ετήσιου μακροοικονομικού υποδείγματος της Τράπεζας της Ελλάδος μέσω διαταραχών σε εξωγενείς μεταβλητές του υποδείγματος που αντιστοιχούν, στο μέτρο του εφικτού, στους ανωτέρω διαύλους μετάδοσης. Ωστόσο, επισημαίνεται η δυσκολία ακριβούς αποτίμησης των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας αναφορικά με την έντασή του και κυρίως τη διάρκειά του.

Οι υποθέσεις για πετρέλαιο και φυσικό αέριο

Προς το σκοπό αυτό, εξετάζονται δύο εναλλακτικά σενάρια: (α) το βασικό σενάριο και (β) το δυσμενές σενάριο.Η διαφορά μεταξύ των δύο σεναρίων αφορά την ένταση των διαταραχών για το 2022. Τόσο στο βασικό σενάριο όσο και στο δυσμενές σενάριο λαμβάνονται υπόψη οι υποθέσεις για την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, οι άμεσες και έμμεσες αρνητικές επιδράσεις στην εξωτερική ζήτηση ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών και η επίδραση της αβεβαιότητας στις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Ειδικότερα, το βασικό σενάριο αναφοράς υποθέτει ότι δεν θα υπάρξει μόνιμη διαταραχή στον ενεργειακό εφοδιασμό της ευρωζώνης και ότι αυξάνεται η αβεβαιότητα στην οικονομία, η οποία επηρεάζει αρνητικά την επενδυτική και την καταναλωτική δαπάνη. Το δυσμενές σενάριο υποθέτει μια πιο παρατεταμένη διαταραχή στον ενεργειακό εφοδιασμό της ευρωζώνης και γενικότερα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, που επηρεάζει εντονότερα και την ελληνική οικονομία, και ενσωματώνει εντονότερη αύξηση της αβεβαιότητας στην πραγματική οικονομία αλλά και στο χρηματοπιστωτικό τομέα με δυσμενέστερα αποτελέσματα στην επενδυτική και την καταναλωτική δαπάνη.

Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων δείχνουν ότι η ουκρανική κρίση αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2022, ο οποίος σύμφωνα με το βασικό σενάριο δύναται να επιβραδυνθεί έως και 1 ποσοστιαία μονάδα έναντι της αρχικής πρόβλεψης και να διαμορφωθεί στο 3,8%, ενώ σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο επιβραδύνεται έως και 2 ποσοστιαίες μονάδες και περιορίζεται στο 2,8%. Παράλληλα, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αναμένεται να οδηγήσει σε άνοδο του κόστους παραγωγής και του γενικού επιπέδου των τιμών. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, ο πληθωρισμός το 2022 προβλέπεται να ανέλθει στο 5,2%, ενώ σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 7%.

Ειδικότερα, οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα αναμένονται κυρίως λόγω της πτώσης των συνολικών εξαγωγών και της μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η μείωση των συνολικών εξαγωγών προκαλείται κυρίως έμμεσα από τις αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία της ευρωζώνης που μειώνουν την εξωτερική ζήτηση. Η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης προκαλείται από την πτώση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της έντονης ανόδου των τιμών και εξαιτίας της χειροτέρευσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Περαιτέρω αρνητικές επιδράσεις ασκούν η μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας, οι διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η ενδεχόμενη επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης. Ωστόσο, η μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων εκτιμάται ότι θα έχει σχετικά περιορισμένη επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα, δεδομένης της μικρής βαρύτητας των επιχειρηματικών επενδύσεων στη συνολική εγχώρια ζήτηση. Σημειώνεται ότι οι αρνητικές επιδράσεις στο ΑΕΠ μετριάζονται και από τη μείωση των εισαγωγών λόγω της εξασθένησης της εγχώριας ζήτησης.