Εάν κοιτάξει κανείς την ιστορία, θα καταλήξει πως έπειτα από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους τον τελευταίο χρόνο, οι πιθανότητες να βυθιστεί η Ευρωζώνη σε ύφεση μέσα στο 2022 είναι μεγάλες.
Και επιπλέον, τα μαθήματα του παρελθόντος δείχνουν πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δυσκολευτεί να συσφίξει τη νομισματική πολιτική της χωρίς να προκαλέσει ύφεση, όπως επισημαίνει η Capital Economics.
Καθώς η ιστορία της Ευρωζώνης είναι αρκετά πρόσφατη για να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα, ο οίκος ερευνών μελέτησε τα 40 χρόνια πριν από τη δημιουργία της, το 1999.
Και διαπίστωσε ότι στα χρόνια αυτά, οι κύκλοι νομισματικής σύσφιγξης στη Γερμανία και την Ιταλία σχεδόν πάντα προκαλούσαν ύφεση.
Την ίδια περίοδο, η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους επίσης συνήθως ακολουθούνταν από μια ύφεση.
Τα στοιχεία για τις επιπτώσεις που είχαν οι αυξήσεις επιτοκίων και το υψηλό ενεργειακό κόστος στην ευρωπαϊκή οικονομία μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης είναι μεικτά, κυρίως γιατί έκτοτε σημειώθηκαν τρεις μεγάλες κρίσεις που προκλήθηκαν από άλλα αίτια: Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η κρίση χρέους και η πανδημία.
Πριν από την πανδημία, η Ευρωζώνη είχε βιώσει μόνο δύο υφέσεις: Κατά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και την κρίση χρέους. Οι τιμές του πετρελαίου και τα επιτόκια αυξήθηκαν πριν από κάθε μία από αυτές τις υφέσεις, όμως δεν ήταν ο λόγος της οικονομικής πτώσης.
Η Ευρωζώνη βίωσε έναν ακόμα κύκλο νομισματικής σύσφιγξης, το 1999-2000, όμως την περίοδο αυτή κατάφερε να γλιτώσει παρά τρίχα την ύφεση. Αλλά και πάλι, η ΕΚΤ δεν ήταν ο βασικός λόγος της εξασθένησης της ανάπτυξης, αφού η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε επιβράδυνση, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές της Ευρωζώνης να μειωθούν το 2001.
«Βάζοντας όλα αυτά μαζί, η ιστορία μας δείχνει ότι υπάρχει μια καλή πιθανότητα η πρόσφατη εκτίναξη του ενεργειακού κόστους να προκαλέσει ύφεση φέτος», σημειώνουν οι αναλυτές της Capital Economics. Οι προβλέψεις τους μιλούν για συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας το δεύτερο τρίμηνο και μικρή μεταβολή το τρίτο τρίμηνο, καθώς το πλήγμα στα εισοδήματα από τον υψηλό πληθωρισμό οδηγεί σε χαμηλότερες καταναλωτικές δαπάνες. Ο οίκος περιμένει επίσης την επιβράδυνση των εξαγωγών, καθώς η παγκόσμια ζήτηση είναι ασθενέστερη.
Οι επιπτώσεις αυτές θα αντισταθμιστούν εν μέρει από την άρση των περιοριστικών μέτρων του κορωνοϊού, ειδικά στον τουριστικό τομέα.
Έτσι, η Capital Economics δεν περιμένει μια ύφεση (που τεχνικά ορίζεται ως δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης), όμως αναγνωρίζει ότι οι προβλέψεις της είναι χαμηλότερες του consensus. Και προβλέπει ότι η Γερμανία και η Ιταλία θα βυθιστούν σε ύφεση.
Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι η ΕΚΤ θα δυσκολευτεί να αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια χωρίς να προκαλέσει ύφεση.
«Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, δεν προβλέπουμε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα συρρικνωθεί τον επόμενο χρόνο ή το 2024. Αλλά πιστεύουμε ότι θα αναπτυχθεί πιο αργά από ό,τι περιμένουν οι περισσότεροι τα επόμενα χρόνια και με δεδομένα τα όσα έχουν γίνει στο παρελθόν, υπάρχει ένας σαφής κίνδυνος να αποδειχθούμε υπερβολικά αισιόδοξοι», καταλήγουν οι αναλυτές της Capital Economics.