Το αναντίρρητο ταλέντο και η χαλαρή κινηματογραφική παρουσία του Ζαν Πολ Μπελμοντό έτυχαν της προσοχής του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα απέδιδε σύντομα αριστουργήματα.
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που μέχρι τότε είχε σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες, σκηνοθέτησε το 1960 το πασίγνωστο Με κομμένη την ανάσα (À bout de soufflé), όπου ο Μπελμοντό πρωταγωνιστεί ως κακοποιός που προσπαθεί να ξεφύγει από την αστυνομία και βρίσκει καταφύγιο σε μία εφήμερη ερωτική σχέση με μία Αμερικανίδα. Ο Μπελμοντό ενσάρκωσε τον χαρακτήρα του με μία ποιητική ελαφρότητα που κανείς Γάλλος ηθοποιός δεν είχε επιδείξει μέχρι τότε.
Ο ρόλος του Μπελμοντό ως Μισέλ τον καθιέρωσε ως style-icon και παρ’ όλο που οι ρόλοι που προηγήθηκαν ήταν λιγοστοί και ο Μπελμοντό βρισκόταν μόλις στην αρχή της καριέρας του, η ταινία αυτή τον καθιέρωσε ως "κλασικό". Το Με κομμένη την ανάσα εκτόξευσε τη φήμη του Γκοντάρ και του Μπελμοντό στα ύψη και εγκαινίασε με αριστουργηματικό τρόπο τη νέα σχολή κινηματογραφικής σκέψης που θα έμενε γνωστή ως Nouvelle Vague (Νέο Κύμα).
Το γαλλικό σινεμά είχε βρει την απάντησή του στον Αμερικανό Τζέιμς Ντιν. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε κείμενο που έχει γραφτεί για τον Ζαν Πολ Μπελμοντό ξεκινάει και τελειώνει με μία αναφορά στο Με κομμένη την ανάσα. Το ντεμπούτο του Γκοντάρ δεν ήταν o καλύτερος ρόλος που έπαιξε ποτέ ο Μπελμοντό, αλλά ήταν με διαφορά η ταινία που αποφάσισε πως στο πρόσωπο του 27χρονου τότε ηθοποιού το νέο γαλλικό σινεμά είχε μόλις ανακαλύψει τον πρώτο του μεγάλο ήρωα.
Μακριά πια από τις σκηνοθετικές οδηγίες των σκηνοθετών του Νέου Κύματος, ο Μπελμοντό γύριζε με καταιγιστικούς ρυθμούς τη μία ταινία πίσω από την άλλη και στη φιλμογραφία του προστέθηκαν γκανγκστερικές ταινίες, μαύρες κωμωδίες, ανάλαφρες κομεντί, θρίλερ (όπως οι ταινίες του Μπροκά της εποχής), έχοντας κάνει πλέον σαφή στροφή προς το εμπορικό σινεμά.
Το 2011, ο "άσχημος γόης" του γαλλικού κινηματογράφου τιμήθηκε στις Κάννες με ειδικό Χρυσό Φοίνικα για τη συνολική προσφορά του στην έβδομη τέχνη, ενώ με αφορμή την εμφάνιση και τη βράβευσή του, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ Belmondo...Itineraire των Βενσάν Περό και Τζεφ Ντόμενεχ, το Ένας υπέροχος κατάσκοπος (Magnifique, 1973) του Φιλίπ ντε Μπροκά και το 100.000 δολάρια στον ήλιο (Cent mille dollars au soleil, 1964) του Ανρί Βερνέιγ. Ο "Μπελ Μπελ", όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, χαρακτήρισε τον ειδικό Χρυσό Φοίνικα "δώρο θεού", καθώς στα 53 χρόνια που δούλεψε στον κινηματογράφο (1956-2008) δεν τιμήθηκε ποτέ με κάποιο σημαντικό βραβείο (εκτός από ένα Σεζάρ).
Ο "αέρας" και το αρρενωπό στυλ του Μπελμοντό αποδείχθηκαν ακαταμάχητα για τις γυναίκες της εποχής του. Στην προσωπική του ζωή, έχει δύο γάμους στο ενεργητικό του: με την Ελοντί Κονσταντάν (1953-1965), με την οποία χώρισε όταν αποκαλύφθηκε ο παράνομος δεσμός του με την Ούρσουλα Άντρες, και τη Ναταλί Ταρντιβέλ, την οποία γνώρισε το 1989 ως 24χρονη κοπέλα και έμεινε στο πλευρό της επισήμως από το 2002 έως το 2008. Έχει αποκτήσει επίσης τέσσερα παιδιά, αν και η μεγαλύτερή του κόρη έχασε τη ζωή της σε πυρκαγιά το 1994.
Σύντροφος του Ζαν Πολ Μπελμοντό υπήρξε για οκτώ χρόνια (1972-1980) η ηθοποιός Λάουρα Αντονέλι. Στο φεστιβάλ των Καννών, το 2011, εμφανίστηκε με τη νέα του σύντροφο, την κατά 45 χρόνια νεότερή του και πρώην Playmate, Μπάρμπαρα Γκαντόλφι από το Βέλγιο.