Οι σχέσεις Ελλάδας-Κίνας και οι φόβοι της Ε.Ε για την αυξανόμενη Κινέζικη επιρροή

Μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, στην Ελλάδα επανήλθε εκ νέου η συζήτηση για τις σχέσεις της Κίνας με χώρες όπως η Ελλάδα. Η αυξημένη ανησυχία των Ευρωπαίων βασίζεται στο γεγονός ότι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μαζική εισροή κινεζικών επενδύσεων σε στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία κρατών-μελών και κυρίως σε αυτά που αντιμετώπισαν οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, είχε περιγράψει ως «στρατηγικό λάθος» της Ε.Ε. το γεγονός ότι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ελλάδα, βασίζονται σε κινεζικές επενδύσεις για τις υποδομές τους. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι «αυτό έγινε γιατί οι Ευρωπαίοι επενδυτές δεν ήταν παρόντες και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν Κινέζοι». Η συζήτηση για την κινέζικη διείσδυση στην Ευρώπη κρατάει χρόνια και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική για το ζήτημα, αν και την περασμένη άνοιξη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα ένα έγγραφο το οποίο αναφερόταν στην Κίνα με σκληρή γλώσσα και τη χαρακτήριζε «συστημικό αντίπαλο ως προς την προώθηση εναλλακτικών μοντέλων διακυβέρνησης» αλλά και οικονομικό ανταγωνιστή στον τομέα της τεχνολογίας. Κάποιοι στην Ευρώπη ισχυρίζονται ότι η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή της Κίνας υπονομεύει βασικές ευρωπαϊκές αξίες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ενώ για άλλους η Κίνα απειλεί τη συνοχή της Ένωσης, εξαγοράζοντας χώρες-μέλη μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road initiative. Ανησυχίες έχουν εκδηλωθεί και για την πρωτοβουλία «16+1», στην οποία πλέον συμμετέχει και η Ελλάδα, με την έννοια ότι αποτελεί τη «βιτρίνα» της κινεζικής διείσδυσης στην Ε.Ε. και τον «Δούρειο Ίππο» της Κίνας για την ενίσχυση του γεωπολιτικού της ρόλου στην Ευρώπη. Στην ομάδα «16+1» εκτός από την Ελλάδα συμμετέχουν ήδη οι εξής χώρες-μέλη της Ε.Ε.: Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία και Σλοβενία. Συμμετέχουν όμως και χώρες που δεν είναι ακόμα μέλη της Ε.Ε., όπως: Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο και Σερβία. Όσον αφορά στη χώρα μας, από τότε που η COSCO απέκτησε το 51% των μετοχών του ΟΛΠ αλλά και νωρίτερα η Ελλάδα θεωρήθηκε ένα παράδειγμα για τους τρόπους μέσω των οποίων η Κίνα προσπαθεί να διεισδύσει στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας και το λιμάνι του Πειραιά ως εφαλτήριο. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, είχε δηλώσει ότι «Μια χώρα δεν είναι σε θέση να καταδικάσει την κινεζική πολιτική ανθρωπίνων δικαιωμάτων επειδή οι Κινέζοι επενδυτές συμμετέχουν σε ένα από τα λιμάνια τους». Κάποιοι ξεχνάνε ότι η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού είναι και αποτέλεσμα των ρητών απαιτήσεων των εταίρων κατά τη διάρκεια της κρίσης για ιδιωτικοποιήσεις.
Βέβαια, δεν ξεχνάνε όλοι. Τον περασμένο Μάρτιο ο Γερμανός ΥΠ.ΕΞ. Ροθ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα, δήλωσε μεταξύ άλλων «Ήμασταν εκείνοι που ώθησαν τους Έλληνες στην ιδιωτικοποίηση της κρατικής τους ιδιοκτησίας». Κάτι άλλο που επίσης ξεχνιέται είναι το γεγονός ότι σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έναρξη της εμπλοκής του κινεζικού ομίλου της Cosco, ο Πειραιάς έχει κατορθώσει να αναρριχηθεί στην έκτη θέση της πανευρωπαϊκής κατάταξης (και δεύτερη στη Μεσόγειο, με ελάχιστη διαφορά από το ισπανικό λιμάνι της Βαλένθια). Ο Πειραιάς γίνεται γρήγορα κεντρικός κόμβος στην ανατολική Μεσόγειο, λόγω κυρίως της συστηματικής επένδυσης της COSCO που επεκτείνει και εκσυγχρονίζει το λιμάνι. Ο στόχος της COSCO είναι ο Πειραιάς να γίνει το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό λιμάνι κατά την επόμενη δεκαετία, διπλασιάζοντας κυρίως την ικανότητα εκφόρτωσης. Τέλος, η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερο ωφελημένοι από τις κινέζικες άμεσες επενδύσεις είναι τα Ηνωμένο Βασίλειο (23%), η Γερμανία (19%), η Ιταλία (13%), και η Γαλλία (11%). Οπότε είναι λίγο υποκριτική η ανησυχία για το ενδιαφέρον άλλων χωρών στις κινέζικες επενδύσεις, όταν μάλιστα τις έχουν απόλυτη ανάγκη.
Γράφει η Βασιλική Σουλαδάκη