Δύναμη πυρός 750 δισ. ευρώ από Μακρόν και Μέρκελ

Έπειτα από μέρες δύσκολων διαπραγματεύσεων, τα 27 μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ, κίνηση που μοιάζει με ιστορικό βήμα προς την κατεύθυνση περισσότερων κοινών οικονομικών πακέτων στήριξης σε ολόκληρο το μπλοκ. Ενώ το ασυνήθιστα ενωμένο γαλλο-γερμανικό δίδυμο των Εμανουέλ Μακρόν και Άνγκελα Μέρκελ χρειάστηκε να κάνει μερικά βήματα πίσω από την αρχική του πρόταση, η συμφωνία αξίζει τις επευφημίες.
Το να ξεπεραστούν οι διαφορές δεν αφορούσε απλώς την αντιμετώπιση ενός ιού, από τον οποίο έχουν πεθάνει πάνω από 100.000 Ευρωπαίοι και οδήγησε το μπλοκ στη χειρότερη ύφεσή του εδώ και δεκαετίες. Σήμαινε επίσης την επίλυση διαφορών μεταξύ της βόρειας και της νότιας Ευρώπης, με τους «φειδωλούς» Ολλανδούς και Αυστριακούς να διστάζουν να προσφέρουν ρευστότητα στους υπερχρεωμένους Ιταλούς και Ισπανούς. Υπήρχε επίσης η ανάγκη να γεφυρωθεί το πολιτικό χάσμα μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής στην Ε.Ε., όπου οι οπισθοδρομικές δημοκρατικές πολιτικές, από ηγέτες σαν τον Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας, αύξησαν την πίεση στις Βρυξέλλες ώστε να είναι πιο απαιτητικές για το πού θα σταλούν τα χρήματα.
Προτάθηκαν αρκετά ριζικά νέα μέτρα. Πρώτον, αντί οι χώρες μεμονωμένα να συγκεντρώνουν κεφάλαια, η Ε.Ε. στο σύνολό της θα χρησιμοποιήσει τη συλλογική οικονομική της δύναμη για να δανειστεί 750 δισ. ευρώ στις κεφαλαιαγορές για να ανοικοδομήσει τις οικονομίες της που επλήγησαν από τον κορωνοϊό. Δεύτερον, σχεδόν 400 δισ. ευρώ από αυτά τα χρήματα θα διανεμηθούν ως επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα ως δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, καθιστώντας τα φθηνά και εύκολα να δαπανηθούν. Τρίτον, η Κομισιόν θα μελετήσει μια σειρά πιθανών νέων φόρων, συμπεριλαμβανομένων των κλάδων τεχνολογίας και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, για να βοηθήσει στην αποπληρωμή του Ταμείου.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη για Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ωστόσο η δυνατότητα φορολόγησης και δαπανών είναι σημαντική. Το Ταμείο παρουσιάζεται ως μια προσωρινή μεμονωμένη πράξη, ωστόσο αποτελεί μια μεγάλη στιγμή για τους υποστηρικτές της βαθύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η συμφωνία ανατρέπει επίσης την παραδοσιακή προσέγγιση ενός μπλοκ που εδώ και χρόνια –υπό την οικονομική επιρροή της Γερμανίας– κηρύττει τη δημοσιονομική ορθότητα και λιτότητα ως απάντηση στις οικονομικές κρίσεις. Οι προηγούμενες προσπάθειες συγχρηματοδότησης από την Ε.Ε. για τα κράτη - μέλη με οικονομικά προβλήματα έχουν αμαυρωθεί από την επιβολή κυρώσεων από την κορυφή προς τα κάτω, όπως δείχνει η ανάλυση του think tank του Ινστιτούτου Jacques Delors. Η αντιμετώπιση της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του προγράμματος διάσωσης χρέους αποτελεί το πιο δυσάρεστο παράδειγμα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, αντίθετα, προορίζεται να βοηθήσει τις δοκιμαζόμενες χώρες χωρίς να επιδεινώσει τις ήδη πληγείσες οικονομίες τους. Πρόκειται για μια υγιή εξέλιξη, ακόμα κι αν χρειάστηκε μια υγειονομική κρίση για να συντελεστεί. Είναι επίσης και μια δίκαιη συμφωνία: Ο κορωνοϊός δεν αποτελεί ευθύνη οποιουδήποτε έθνους. Εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος αυτή η σημαντική πρόοδος της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης να αποδυναμωθεί από υπερβολικά αυστηρούς όρους σχετικά με τον τρόπο χορήγησης και χρήσης των χρημάτων, τους οποίους ζήτησαν οι «φειδωλές» χώρες. Ενώ είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποια επίβλεψη –για να αποφευχθεί η κατάχρηση, η απάτη ή η ευνοιοκρατία– ο υπερβολικός έλεγχος και η παρεμπόδιση θα μπορούσαν να καθυστερήσουν τις δαπάνες και να προκαλέσουν μεγάλες πολιτικές διαμάχες. Εάν μια μικρή ομάδα χωρών μπορεί εύκολα να ασκήσει βέτο στα σχέδια άλλων, το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να αποβεί λιγότερο αποτελεσματικό.
Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί υπό όρους η σωστή ισορροπία. Τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης από τον κορωνοϊό θα αξιολογηθούν από την Κομισιόν και θα εγκριθούν από ειδική πλειοψηφία των κυβερνήσεων της Ε.Ε. Αργότερα, μεμονωμένες κυβερνήσεις θα μπορούν να υποβάλλουν τα παράπονά τους εάν ένα άλλο κράτος της Ε.Ε. δεν τηρεί τις υποσχέσεις του, αλλά δεν φαίνεται ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εκτροχιάσει τις δαπάνες.
Υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης
Προφανώς είμαστε ακόμη μόνο στην αρχή. Η παρατεταμένη έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μετά την έκτακτη κρίση της Covid-19 είναι δύσκολο να αγνοηθεί. Ακόμη και με το Ηνωμένο Βασίλειο να έχει αποχωρήσει από την ΕΕ και τη Γερμανία να «ξορκίζει» τη λιτότητα, το χάσμα Βορρά - Νότου της Ε.Ε. δεν έχει εξαφανιστεί. Μέρος του «κόστους» για την εξασφάλιση της έγκρισης του Ολλανδού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε και των συναδέλφων του ήταν μια μεγάλη αύξηση στις επιστροφές, γεγονός που μειώνει το ποσό των χρημάτων που πρέπει να πληρώσουν στον προϋπολογισμό του μπλοκ. Ενδέχεται να δοθούν κι άλλες μάχες όταν αρχίσουν να καταρτίζονται τα εθνικά σχέδια δαπανών.
Οι σκεπτικιστές αναρωτιούνται επίσης αν τα 750 δισ. ευρώ είναι πραγματικά αρκετά. Το ΑΕΠ της Ε.Ε. αναμένεται να μειωθεί κατά 7,8% φέτος και παρ’ όλα αυτά τα 27 μέλη της τσακώνονται μεταξύ τους για ένα πακέτο τόνωσης αξίας περίπου του 5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, πρόκειται για ένα ενθαρρυντικό πρώτο βήμα. Η Ε.Ε. δείχνει ότι μπορεί να συνδυάσει δημοσιονομικά κίνητρα με νομισματική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χωρίς να θυσιάζει τις αξίες της. Και όπως το έθεσε ο Γάλλος ιστορικός Frederic Bozo, μόλις ανοίξουν οι κρουνοί της έκτακτης ρευστότητας, είναι δύσκολο να κλείσουν. Εάν η Ε.Ε. μπορεί να αντιδράσει αναμειγνύοντας τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική, με τη στήριξη του κοινού δανεισμού, τότε τέτοια πακέτα διάσωσης θα είναι για πάντα εντός του πλαισίου του εφικτού και όχι του φανταστικού. Αυτό το ταμείο μπορεί να είναι μια κάπως τσαπατσούλικη λύση πολλών κυβερνήσεων και όχι μιας, αλλά όμως αποτελεί πρόοδο.