Φυσικό αέριο: Πώς θα διαμορφωθούν οι χρεώσεις στα δίκτυα έως το 2026

10/12/2022, 16:13
Φυσικό αέριο: Πώς θα διαμορφωθούν οι χρεώσεις στα δίκτυα έως το 2026

Ο ρόλος του μέσου κόστους κεφαλαίου της επένδυσης στα δίκτυα - Οι ενστάσεις της ΡΑΕ.

Ολοκληρώνεται σε περίπου δύο μήνες η διαδικασία για τον καθορισμό των WACC των ΕΔΑ Αττικής, ΕΔΑ ΘΕΣΣ και ΔΕΔΑ για την επόμενη ρυθμιστική περίοδο (2023-2026), καθώς οι παρουσιάσεις των τριών Διαχειριστών προς τη ΡΑΕ έληξαν.

Το Φεβρουάριο του 2023 η Αρχή θα αποφασίσει για το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου της επόμενης 4ετίας.

Το WACC ή Weighted Average Cost of Capital είναι το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου (WACC), όπως αποδίδεται ο όρος στα αγγλικά, δηλαδή η ελάχιστη απόδοση που αναμένεται να καταβάλει η επιχείρηση κατά μέσο όρο στους μετόχους της για την χρηματοδότηση των περιουσιακών της στοιχείων.

Οι επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσουν τα διάφορα επενδυτικά τους προγράμματα χρησιμοποιούν ως πηγές χρηματοδότησης κυρίως δανειακά κεφάλαια, προνομιούχες μετοχές, κοινές μετοχές και παρακρατηθέντα κέρδη.

Όταν η επιχείρηση αντλεί νέα κεφάλαια για την χρηματοδότηση νέων επενδυτικών προγραμμάτων, προσπαθεί η δομή των κεφαλαίων αυτών να είναι παρόμοια με την κεφαλαιακή της διάρθρωση έτσι ώστε αυτή να παραμένει σχετικά σταθερή διαχρονικά και η τιμή της μετοχής της επιχείρησης να διατηρείται αμετάβλητη.

Επομένως, για να προσδιορίσουμε το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου πρέπει να έχουμε υπολογίσει προηγουμένως το κόστος της κάθε πηγής χρηματοδότησης.

Στη συνέχεια, το κόστος των πηγών αυτών σταθμίζεται σύμφωνα με την ποσοστιαία συμμετοχή καθεμιάς στην κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης.

Άρα, το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου μιας επιχείρησης αποδίδεται ως ο σταθμικός μέσος όρος του κόστους των διαφόρων πηγών χρηματοδότησης με συντελεστές στάθμισης τα ποσοστά συμμετοχής της κάθε πηγής στη σύνθεση του κεφαλαίου – κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης.

Κλειδί για την επένδυση το κόστος κεφαλαίου

Η γνώση του κόστους κεφαλαίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να εκτιμηθεί η βιωσιμότητα μιας επένδυσης, η ορθότητα των χρηματοδοτικών αποφάσεων, η αξία μιας επιχείρησης και οι αποφάσεις αποτιμήσεων.

Το «κλείδωμα» του WACC θα επιτρέψει τον καθορισμό του Απαιτούμενου Εσόδου καθώς και του τιμολογίου για κάθε μία από τις εταιρείες.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στις παρουσιάσεις τους οι τρεις εταιρείες διαχείρισης δεν έχουν ακόμη κάνει επίσημα γνωστό το ύψος στο οποίο εισηγούνται να κινηθεί το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου για την επόμενη ρυθμιστική περίοδο.

Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι θεωρούν πως θα πρέπει να κινείται αισθητά πάνω από τα υφιστάμενα επίπεδα.

Η τρέχουσα ρυθμιστική περίοδος «κλείνει» με το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου στο 7,03%, όσο ήταν και το 2021. Η προηγούμενη 4ετία ξεκίνησε με WACC 8,18% το 2019, και 7,45% το 2020.Οι ενστάσεις της ΡΑΕ

Η ΡΑΕ από την πλευρά της αντιτείνει πως δεν συντρέχει κανένας λόγος να παρεκκλίνει από την μεθοδολογία που χρησιμοποιείται ήδη για αυτόν τον σκοπό, καθώς η συγκεκριμένη «φόρμουλα» περιλαμβάνει όλες εκείνες τις παραμέτρους που αποτυπώνουν το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι εταιρείες διαχείρισης. Έτσι, για παράδειγμα, στη «φόρμουλα» περιλαμβάνεται τόσο ο πληθωρισμός όσο και το country risk.

Παράλληλα, η Αρχή αναγνωρίζει ότι στη δεδομένη συγκυρία έχει προστεθεί ως αρνητική παράμετρος και η αύξηση του κόστους δανεισμού.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει, αυτή η επιβάρυνση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αποκλειστικά σε νέες δανειακές συμβάσεις που τυχόν θα συνάψουν οι Διαχειριστές.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΡΑΕ «δείχνει» πως για την επόμενη ρυθμιστική περίοδο το WACC θα κλειδώσει ελάχιστα πάνω από τα υφιστάμενα επίπεδα.

Κάτι που σημαίνει πως τη χωρίζει σημαντική απόσταση από τις τρεις εταιρείες διαχείρισης.

Πώς θα κατανεμηθούν τα προγράμματα ανάπτυξης

Υπενθυμίζεται ότι ανάμεσα στην Αρχή και τους τρεις Διαχειριστές υπάρχει ήδη η διελκυστίνδα αναφορικά με τα νέα Προγράμματα Ανάπτυξης 2022-2026, που βρίσκονται επίσης υπό αξιολόγηση.

Οι αντιρρήσεις της ΡΑΕ αφορούν τις νέες επενδύσεις για την «άφιξη» του αερίου σε καινούριες γεωγραφικές περιοχές της χώρας.

Οι ενστάσεις οφείλονται στις επιφυλάξεις της Αρχής για το κατά πόσο θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των Διαχειριστών, για τον αριθμό των νέων συνδέσεων στο αέριο και την ενίσχυση των καταναλώσεων, που θα έρθουν ως αποτέλεσμα των καινούριων δικτύων διανομής.

Κι αυτό όχι μόνο γιατί η τρέχουσα συγκυρία έχει βάλει «φρένο» στις νέες συνδέσεις και την κατανάλωση καυσίμου, αλλά και επειδή η απόσβεση των επενδύσεων θα κριθεί από τη μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα χαράξει η χώρα, μέσω του ΕΣΕΚ, για τη χρήση του αερίου τα επόμενα χρόνια.

Σε αυτή τη φάση, θεωρείται απαραίτητο να υπάρξουν πρώτα τα κατάλληλα «σήματα» από το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, ώστε να εξακριβωθεί αν η θέση που προορίζεται να έχει το καύσιμο στο ενεργειακό μίγμα δικαιολογεί καινούρια δίκτυα σε νέες περιοχές.