EY: Δυναμική ανάκαμψη για τον ελληνικό τουρισμό το 2022 - Οι θετικές προοπτικές και οι προκλήσεις για το αύριο
Τις σημαντικές ευκαιρίες και προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τουρισμός, στο σημερινό παγκόσμιο περιβάλλον της αυξημένης αβεβαιότητας, αναλύει η πρόσφατη μελέτη της ΕΥ, Industry Pulse Report: Travel & Tourism.
Ο κλάδος του τουρισμού, ο οποίος αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, συνεισφέροντας τα τελευταία χρόνια, άμεσα ή έμμεσα, περίπου το 25% του ΑΕΠ της χώρας, υπέστη σοβαρό πλήγμα την περίοδο της πανδημίας, και ειδικότερα το 2020, εξαιτίας των ανησυχιών για τη μετάδοση του ιού και των περιορισμών στις μετακινήσεις.
Το 2021, οι επιδόσεις του κλάδου ανέκαμψαν αισθητά, ωστόσο οι αφίξεις και τα έσοδα από τον τουρισμό παρέμειναν 55% και 43%, αντίστοιχα, κάτω από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 2019, το οποίο αποτελεί χρονιά «αναφοράς» για τον κλάδο. Για το 2022, τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν μια ισχυρή ανοδική τάση, δημιουργώντας βάσιμες προσδοκίες ότι οι αφίξεις θα πλησιάσουν τα επίπεδα του 2019, ενώ τα έσοδα θα τα ξεπεράσουν. Η τάση ανάκαμψης παρατηρήθηκε και σε μήνες εκτός περιόδου αιχμής, όπως ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος.
Οι άμεσες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι, μέχρι στιγμής, περιορισμένες, καθώς η συμμετοχή των Ρώσων τουριστών στις διεθνείς αφίξεις, είχε ήδη περιοριστεί από το 7,5% το 2013, στο 2% το 2019, των δε Ουκρανών δεν ξεπερνούσε το 0,4%. Ωστόσο, οι έμμεσες επιπτώσεις ενδέχεται να είναι σημαντικές, καθώς το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού περιορίζει τις δαπάνες των καταναλωτών για τουρισμό και αναψυχή, ενώ η αύξηση του κόστους της ενέργειας περιορίζει τα περιθώρια κέρδους του κλάδου.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος, μετά την καθίζηση του 2020 κατέγραψε ισχυρή ανάκαμψη. Συγκεκριμένα για το 2022, ειδικά μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου, τα έσοδα των ξενοδοχείων προσέγγισαν τα επίπεδα προ της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι περιορίστηκε ο συνολικός αριθμός των διανυκτερεύσεων των επισκεπτών. Τον Οκτώβριο, μάλιστα, τα έσοδα των ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 25% σε σύγκριση με τα επίπεδα του αντίστοιχου μήνα του 2019.
Τα αυξημένα έσοδα των ξενοδοχείων ανά διανυκτέρευση, αντικατοπτρίζουν τα υψηλότερα κόστη που επιβαρύνουν τη λειτουργία των ξενοδοχείων, λόγω, κυρίως, της αύξησης του κόστους της ενέργειας, είναι, όμως, ενδεικτικά και της στροφής του ελληνικού τουρισμού σε αγορές υψηλότερου εισοδήματος. Η στροφή αυτή, επιβεβαιώνεται από την ισχυρότερη ανάκαμψη των πολυτελών ξενοδοχείων το 2021 και το 2022, σε σύγκριση με τις αποδόσεις των ξενοδοχείων χαμηλότερων προδιαγραφών.
Καλύτερες οι επιδόσεις των ξενοδοχείων πέντε αστέρων
H μέση τιμή ανά διανυκτέρευση (average daily rate – ADR), μετά τη μείωση του 2020, αυξήθηκε σημαντικά το 2021, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 2019. Η τάση αυτή καταγράφεται πιο έντονα για τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, όπου, ενδεικτικά για τον μήνα Αύγουστο, η μέση τιμή ανά διανυκτέρευση αυξήθηκε κατά 17% το 2021, σε σύγκριση με το 2019, ενώ για το σύνολο των ξενοδοχείων αυξήθηκε κατά 5%. Η αύξηση της μέσης τιμής ανά διανυκτέρευση, όπως και της είσπραξης ανά διαθέσιμο δωμάτιο (revenue per available room – RevPaR) συνεχίστηκε και το 2022, με τους δύο δείκτες να ξεπερνούν τα επίπεδα του 2019, κατά 18% και 17% αντίστοιχα, για το διάστημα Ιουνίου – Οκτωβρίου.
Το ποσοστό πληρότητας των ξενοδοχείων ανέκαμψε και αυτό το 2021, χωρίς, ωστόσο, να προσεγγίσει τα επίπεδα του 2019. Και πάλι, τα ξενοδοχεία πέντε και τεσσάρων αστέρων κατέγραψαν υψηλότερα ποσοστά πληρότητας από τα υπόλοιπα. Τα ποσοστά πληρότητας αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω το 2022. Ενδεικτικά, στην αγορά της Αθήνας η πληρότητα για τους κρίσιμους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο έφτασε ποσοστά 91%, 89%, 82% και 93% αντίστοιχα, οριακά χαμηλότερα από το 2019 (93%, 90%, 84% και 95%). Για τον Οκτώβριο, όμως, η πληρότητα φέτος ξεπέρασε ελαφρά τον αντίστοιχο μήνα του 2019 (86,8% το 2022 σε σχέση με το 86,4% το 2019), οδηγώντας την αγορά της Αθήνας σε ένα δυναμικό κλείσιμο της χρονιάς.
Παρά τις αρνητικές συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, ο συνολικός αριθμός των κλινών των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκε τόσο το 2020, όσο και το 2021, σωρευτικά κατά 1,8%, φτάνοντας τις 442.000 κλίνες. Στο ίδιο διάστημα, ο αριθμός των ξενοδοχειακών μονάδων πέντε αστέρων αυξήθηκε κατά 8%.
Το αυξημένο ενδιαφέρον για τα ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία για τις ανακαινίσεις. Οι δαπάνες για ανακαινίσεις στο σύνολο των ξενοδοχείων μειώθηκαν στο ένα τρίτο το 2020, αλλά ανέκαμψαν σημαντικά το 2021, φτάνοντας τα 830 εκατ. ευρώ. Οι ανακαινίσεις ξενοδοχείων πέντε αστέρων αντιπροσώπευαν το 48% του συνόλου το 2021, έναντι 25% το 2019.
Η στροφή του ελληνικού τουρισμού προς αγορές υψηλότερου εισοδήματος, πέραν της συμβολής στην αύξηση των εσόδων, μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του κλάδου σε μελλοντικές κρίσεις ή απότομες κάμψεις της ζήτησης, που μπορεί να προκύψουν από εξωγενείς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τον κλάδο σε παγκόσμια κλίμακα, όπως γεωπολιτικές αναταραχές, επίμονος πληθωρισμός, κ.λπ.
Υψηλές επιδόσεις και ως προς την ικανοποίηση του πελάτη
Οι υψηλές επιδόσεις του κλάδου το 2022 αντικατοπτρίζονται και στα επίπεδα ικανοποίησης των επισκεπτών. Σύμφωνα με το Global Review Index (GRI), έναν δείκτη που αποτυπώνει την ικανοποίηση των πελατών των ξενοδοχείου με βάση τα σχόλια που δημοσιεύουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες, τα ελληνικά ξενοδοχεία συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία (87,1%) κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022, σε σύγκριση με ανταγωνίστριες μεσογειακές χώρες, όπως η Τουρκία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Κροατία. Τα υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης καταγράφουν τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων (89,1%), σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, ωστόσο η επίδοση αυτή είναι οριακά χαμηλότερη από την αντίστοιχη επίδοση του 2019 (89,6%).
Σε ό,τι αφορά στους premium προορισμούς, η Μύκονος (89,9%) και η Σαντορίνη (89,2%) διατηρούν τις πρώτες θέσεις έναντι παρόμοιων προορισμών στην ευρύτερη περιοχή, όπως η Ίμπιζα, η Σαρδηνία και το Σεν Τροπέ.
Ισχυρή ανάκαμψη και στην αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης
Η αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης ανέκαμψε ήδη από το 2021 με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με το σύνολο της τουριστικής κίνησης, με τα έσοδα να φτάνουν τα 1,3 δισ. ευρώ, οριακά χαμηλότερα από το 2019 (1,4 δισεκατομμύρια), με την εικόνα να βελτιώνεται περαιτέρω το 2022. Τον Αύγουστο του 2022, ο αριθμός των ενεργών καταλυμάτων σε καθεστώς βραχυχρόνιας μίσθωσης έφτανε το 133.575, μόλις 2% κάτω από το 2019. Για το διάστημα Ιουνίου – Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη βελτίωση σε σχέση με το 2021 (+232%), ξεπερνώντας χώρες όπως η Πορτογαλία, η Κροατία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Νέες καταναλωτικές τάσεις, βιώσιμος τουρισμός και ψηφιακός μετασχηματισμός
Η περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα του κλάδου να προσαρμοσθεί στις σημαντικές νέες τάσεις που βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη παγκοσμίως και αλλάζουν τα δεδομένα της αγοράς.
Σε ό,τι αφορά στις προτιμήσεις των καταναλωτών, η πανδημία ενίσχυσε μια σειρά από τάσεις, όπως: ο συνδυασμός εργασίας και ταξιδιού, στο πλαίσιο της επιδίωξης μεγαλύτερης ισορροπίας επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η αναζήτηση λιγότερο γνωστών και πολυσύχναστων προορισμών, και η προτίμηση προς διακοπές που προάγουν την προσωπική ευεξία. Σύμφωνα με την έρευνα “Sustainable Travel Report 2022”, κατά τους επόμενους 12 μήνες, 64% των ταξιδιωτών θα αποφύγουν δημοφιλείς και πολυσύχναστους προορισμούς, ενώ 40% σχεδιάζουν να ταξιδέψουν εκτός των περιόδων αιχμής.
Παράλληλα με τις αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών, βρίσκονται σε εξέλιξη και αλλαγές που μετασχηματίζουν τον ίδιο τον κλάδο, με επίκεντρο τη βιωσιμότητα και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Η ανάγκη για βιώσιμο τουρισμό περιλαμβάνει έννοιες όπως η βέλτιστη χρήση των πόρων του περιβάλλοντος, ο σεβασμός της κοινωνικής και πολιτιστικής ταυτότητας των τοπικών κοινοτήτων, και η εξασφάλιση οικονομικού και κοινωνικού οφέλους για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε μακροπρόθεσμη βάση. 81% των ταξιδιωτών θεωρούν τον βιώσιμο τουρισμό σημαντικό, ενώ 50% έχουν επηρεαστεί από πρόσφατες ειδήσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή, προς την κατεύθυνση πιο βιώσιμων ταξιδιωτικών επιλογών.
Συγχρόνως, η ψηφιακή τεχνολογία ανοίγει σημαντικές νέες δυνατότητες για τον εξoρθολογισμό των εξόδων των τουριστικών επιχειρήσεων, την αποτελεσματικότερη προβολή των τουριστικών προορισμών και τη βελτίωση της εμπειρίας του ταξιδιώτη.
Η μελέτη καταλήγει συνοψίζοντας τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος τα επόμενα χρόνια:
- Υψηλή εποχικότητα και συγκέντρωση μεγάλου ποσοστού της τουριστικής κίνησης το τρίτο τρίμηνο του έτους.
- Συγκέντρωση της τουριστικής κίνησης, κυρίως, σε πέντε από τις 13 γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας.
- Ελλιπής χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και, ειδικότερα, των data και της τεχνητής νοημοσύνης, τόσο από τις επιχειρήσεις, όσο και από το Δημόσιο.
- Ελλείψεις σε βασικές υποδομές, όπως οδικά δίκτυα, υποδομές υγείας, ύδρευση, αποχέτευση και αποκομιδή σκουπιδιών.
- Ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο κος Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής Τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Ο ελληνικός τουρισμός απέδειξε, για μια ακόμη φορά, κατά την περίοδο της πανδημίας ότι διαθέτει ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα, και ανακάμπτει φέτος δυναμικά, παρά τις νέες προκλήσεις που δημιουργεί το κλίμα αβεβαιότητας παγκοσμίως. Παρατηρούμε μία αισθητή στροφή προς ταξιδιώτες υψηλότερης αγοραστικής δύναμης, καθώς και μια τάση επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου. Οι επόμενες μεγάλες προκλήσεις για τον κλάδο είναι η προσαρμογή στην ισχυρή απαίτηση για βιώσιμο τουριστικό προϊόν, η ψηφιοποίηση του κλάδου και η παροχή εξατομικευμένων εμπειριών στους επισκέπτες που θα ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες προσδοκίες τους. Συγχρόνως, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του κορεσμού ορισμένων δημοφιλών προορισμών, και να αναδείξουμε εναλλακτικές, λιγότερο γνωστές τοποθεσίες που συγκεντρώνουν εξίσου καλές προοπτικές».