Με ποια "μέτωπα" ανοιχτά θα βρει τις τράπεζες το 2022

24/12/2021, 12:28
Με ποια

Η περαιτέρω μείωση των “κόκκινων” δανείων, και η επιτάχυνση των διαδικασιών εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων - Η χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, και η αυξανόμενη εξάρτηση από το κράτος

Του Σπύρου Σταθάκη

Το τραπεζικό σύστημα της χώρας μας, στο πλαίσιο των μέτρων της χαλαρής ενιαίας νομισματικής πολιτικής που άσκησε η ΕΚΤ λόγω πανδημίας, παρουσίασε βελτίωση στη ρευστότητα. Παράλληλα μειώθηκαν περαιτέρω τα “κόκκινα” δάνεια, απελευθερώνοντας πόρους για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, και κυρίως των επενδύσεων.

Εντούτοις, οι τράπεζες καλούνται πλέον να προσαρμοστούν άμεσα στο νέο περιβάλλον που αναδύεται, προκειμένου να επιτελέσουν τη διαμεσολαβητική του λειτουργία και να διασφαλιστεί η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας.

Αυτό είναι και το βασικό συμπέρασμα της πρόσφατης Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).

Άλλωστε, οι προκλήσεις, ήτοι το υφιστάμενο ιδιαίτερα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, καθώς και η συνεχώς αυξανόμενη διασύνδεση του τραπεζικού τομέα με το κράτος, παραμένουν.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα.

Συνεπώς, οι προσπάθειες αντιμετώπισης των ανωτέρω προβλημάτων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, ιδίως μετά την οριστική άρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Ταυτόχρονα, η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility - RRF) δημιουργεί θετικές προοπτικές και μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης. Επιπλέον, οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη παραμένουν εξαιρετικά ευοίωνες τόσο για το 2021 όσο και για το 2022.

Σημαντική συμβολή στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη θα έχουν τόσο το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 όσο και το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU), τα οποία αναμένεται να χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε αβεβαιότητες. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ισχυρότερη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την ταχύτερη από την αναμενόμενη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη απορρόφηση των κονδυλίων του NGEU.

Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι που σχετίζονται με τον αντίκτυπο του τέταρτου κύματος της πανδημίας, την αύξηση των ΜΕΔ μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως το χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του NGEU.

Τι έχουν να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες

Ειδικά σε ότι αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την κερδοφορία του, η πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ σε συνδυασμό με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα έσοδα των τραπεζών από τόκους.

Επιπλέον, η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων.

Πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολογιακών εκδόσεων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελαχίστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).

Ταυτόχρονα, οι προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών προσδιορίζονται από σημαντικές προκλήσεις, ήτοι την ύπαρξη αβεβαιότητας σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, το κόστος υλοποίησης των στρατηγικών για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ, αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.

Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στο τραπεζικό σύστημα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ (Ιούνιος 2021: 20,3%) προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2021: 2,3%).

Προσπάθειες εξυγίανσης

Συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και οι τράπεζες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση της περαιτέρω εξυγίανσης των ισολογισμών τους.

Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε αύξηση της διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με το κράτος, καθώς διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2021 σε 26,3% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού (21,4% το Δεκέμβριο 2020) και σε 44,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ (36,5% το Δεκέμβριο 2020).

Στον τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης της οικονομίας, σημαντική ώθηση στην τραπεζική χρηματοδότηση αναμένεται να δοθεί με την έναρξη αξιοποίησης των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης, ενώ συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.

Στην πιστωτική επέκταση θα συμβάλλει και ο επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, καθώς επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν και στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης, και ως τούτου λειτουργεί θετικά τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης.

Δεδομένου ότι το ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα παραμείνει υψηλό στο προσεχές διάστημα, ο επιμερισμός κινδύνου μέσω των χαμηλότοκων δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και της παροχής εγγυήσεων από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, θα συμβάλλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.

Οι τράπεζες ωστόσο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αξιολογούν τη σχέση απόδοσης κινδύνου και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών σχεδίων που χρηματοδοτούν στο πλαίσιο της συνετής διαχείρισης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και αναλαμβάνουν.

Ρευστότητα και κερδοφορία των τραπεζών

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί από το Μάρτιο του 2020 (μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2021) κατά 28,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 14,4 δισ. ευρώ αφορούν νοικοκυριά και 14,2 δισ. ευρώ επιχειρήσεις (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις).

Η αύξηση των καταθέσεων, που οφείλεται στα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα στήριξης (όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή μέσω της οποίας χορηγήθηκαν 8,3 δισ. ευρώ, επιδόματα ενίσχυσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, η αναστολή καταβολής δανειακών και άλλων υποχρεώσεων), αλλά και σε λόγους πρόνοιας έναντι μελλοντικών αναγκών, αντανακλάται στη σημαντική αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα σε περί-που 16% του ΑΕΠ από 6% το 2019.

Ενίσχυση της ρευστότητας

Ταυτόχρονα, η ρευστότητα των τραπεζών ενισχύθηκε από τη συμμετοχή τους στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Targeted Longer Term refinancing Operations - TLTROs III), καθώς και την αποδοχή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα και από τις πρόσφατες εκδόσεις στις διεθνείς αγορές.

Επιπλέον, το α΄ εξάμηνο του 2021 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημιές μετά από φό-ρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4 δισ. ευρώ, έναντι ζημιών 0,9 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020, κυρίως εξαιτίας των ζημιών από την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ.

Συγκεκριμένα, το α΄ εξάμηνο του 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 6,4 δισ. ευρώ έναντι 3,5 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020.

Από αυτές, τα 5,4 δισ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ. Τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κυρίως λόγω της αύξησης των καθαρών εσόδων από προμήθειες και των κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις. Αυξημένα ήταν και τα λειτουργικά έξοδα καθώς επιβαρύνθηκαν από έκτακτα έξοδα, όπως οι προβλέψεις για προ-γράμματα οικειοθελούς αποχώρησης προσωπικού, τα έξοδα εταιρικού μετασχηματισμού, καθώς και η απομείωση υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων.

Αξίζει να επισημανθεί ότι αν δεν ληφθούν υπόψη οι έκτακτοι παράγοντες, όπως τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα έκτακτα λειτουργικά έξοδα και οι ζημίες από την πώληση των χαρτοφυλακίων ΜΕΔ, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι θα εμφάνιζαν περιορισμένη κερδοφορία.

Κεφαλαιακή επάρκεια και ποιότητα κεφαλαίων

Την ίδια ώρα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα επηρέασαν και την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,5% τον Ιούνιο του 2021 από 15% το Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 15% από 16,6%, αντίστοιχα.

Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτης CET1 15,6% και TCR 19,4% τον Ιούνιο του 2021). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9, fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,6% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,1%.

Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς τον Ιούνιο του 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,8 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 62% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το Δεκέμβριο του 2020).

Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 71,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 62,8% το Δεκέμβριο του 2020).

Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,9 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.

Σημειώνεται ότι αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 4,5 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η διαμόρφωση επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μακροπρόσθεσμο ορίζοντα. Θετική εξέλιξη αποτελεί η διενέργεια αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και η έκδοση τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.

Οι εξελίξεις στο “μέτωπο” των “κόκκινων” δανείων

Τo α΄ εξάμηνο του 2021 βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Η υποχώρηση των ΜΕΔ συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να δια-μορφωθεί σε 20,3% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 29,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 37,8% ή 17,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισ. ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 73% ή 78 δισ. ευρώ.

Το απόθεμα των ΜΕΔ μειώθηκε κυρίως λόγω της μεταφοράς ΜΕΔ εντός ομίλου και της πώλησης από την Alpha Bank, στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της συναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, η οποία προέβλεπε ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό της (hive down), καθώς και λόγω μίας συμφωνίας πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων από την Τράπεζα Πειραιώς.

Οι εν λόγω συναλλαγές αξιοποιούν το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), για τη χορήγηση εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους ανώτερης διαβάθμισης (senior tranche) της τιτλοποίησης.

Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι το α΄ εξάμηνο του 2021 εγκρίθηκε η παράταση του εν λόγω προγράμματος για ακόμη 18 μήνες με αντίστοιχη δυνατότητα χορήγησης πρόσθετων εγγυήσεων ποσού έως 12 δισ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο Ωστόσο, παρά τη μείωση του ποσοστού ΜΕΔ, το 40% περίπου των ΜΕΔ και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης, γεγονός που τα καθιστά υψηλού πιστωτικού κινδύνου.

Παράλληλα, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (στάδιο 2 και 3) βάσει του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς3 9 (ΔΠΧΑ) κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων, ενώ με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας / διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα Γέφυρα, προγράμματα step-up των τραπεζών).

Σε κάθοδο ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα

Εντωμεταξύ, ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζει την καθοδική του πορεία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 2021 το υπόλοιπο των δανείων ήταν 118,6 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 28,3 δισ. ευρώ (-19,3%) σε ετήσια βάση και κατά 3,5 δισ. ευρώ (-2,9%) σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2021.

Σημειώνουμε ότι μέρος της μείωσης των δανείων οφείλεται στις τιτλοποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων που αφαιρούνται από τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Οι ακαθάριστες ροές νέων δανείων (δηλαδή, το σύνολο δανείων τακτής λήξης χωρίς την αφαίρεση των αποπληρωμών εκ μέρους των δανειοληπτών) μειώθηκαν κατά το δεκάμηνο Ιανουάριος-Οκτώβριος του 2021 (9.805 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 που διαμορφώθηκαν στα 13.699 εκατ. ευρώ). Τα νέα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώθηκαν (από 12.050 εκατ. ευρώ σε 7.796 εκατ. ευρώ), ενώ τα λοιπά νέα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, ελεύθεροι επαγγελματίες) αυξήθηκαν από 1.649 εκατ. ευρώ σε 2.010 εκατ. ευρώ.

Αναφορικά με τις καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών, τα στοιχεία της ΤτΕ καταγράφουν το ποσό των 173,7 δις ευρώ τον Οκτώβριο του 2021, αυξημένες κατά 18,0 δις ευρώ (11,6%) σε ετήσια βάση και αυξημένες κατά 2,0 δις ευρώ (1,2%) σε σχέση με τον Ιούλιο του 2021. Η αύξηση στις καταθέσεις των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών αποδίδεται στην προληπτική αποταμίευση, στην αναβολή της κατανάλωσης λόγω των περιοριστικών μέτρων, στην αναστολή φορολογικών και άλλων υποχρεώσεων καθώς και στα μέτρα στήριξης.