«Έρχεται» συμβιβασμός κυβέρνησης – τραπεζών για στήριξη δανειοληπτών και επιτόκια
Για 30.000 δανειολήπτες και πολύ περισσότερα δάνεια μειώνεται κατά 50% η επιβάρυνση των δόσεων
Κοντά σε ένα συμβιβασμό, στην επόμενη συνάντηση Σταϊκούρα – τραπεζιτών, στα μέσα του μήνα, βρίσκονται κυβέρνηση και τράπεζες για ένα αρκετά ευρύ πρόγραμμα στήριξης ευάλωτων δανειοληπτών, χωρίς πάντως η περίμετρος των δικαιούχων να ανοίξει όσο και στο πρόγραμμα «Γέφυρα» που εφαρμόσθηκε την περίοδο της πανδημίας.
Για το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα, τα επιτόκια των καταθέσεων προθεσμίας, οι τράπεζες δεν αναμένεται να αναλάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, αφού δεν το επιτρέπουν οι κανόνες του ανταγωνισμού, αλλά θα δεσμευθούν ότι θα μεταφέρουν μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων στα επιτόκια της ΕΚΤ και της διατραπεζικής στους καταθέτες.
Σε ό,τι αφορά τους ευάλωτους δανειολήπτες, η πρόταση που θα καταθέσουν οι τράπεζες, με διάθεση να κάνουν ενδεχομένως και ορισμένες πρόσθετες υποχωρήσεις για ένα συμβιβασμό, θα προβλέπει ότι για 30.000 ευάλωτους δανειολήπτες οι τράπεζες θα προσαρμόσουν το spread των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου έτσι ώστε να μειωθεί στο μισό η αύξηση της δόσης λόγω των αυξημένων επιτοκίων.
Το υπουργείο Οικονομικών είχε προτείνει μια περίμετρο δικαιούχων ίδια με αυτή του προγράμματος «Γέφυρα», που είχε καλύψει 75.632 δάνεια πρώτης κατοικίας και 50.096 δικαιούχους. Με την πρόταση των τραπεζών οι δικαιούχοι θα είναι 30.000 και θα καλυφθούν αρκετά περισσότερα δάνεια.
Να βοηθηθούν λιγότεροι
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι δεν χρειάζεται στην παρούσα φάση να παρασχεθεί στήριξη σε τόσους πολλούς όσο στη διάρκεια της πανδημίας, όπου το εισοδηματικό όριο είχε τεθεί στα 24.000 ευρώ, με προσαύξηση 18.000 ευρώ για τον/την σύζυγο και επιπλέον προσαύξηση για έως και τρία προστατευόμενα μέλη. Θα μπορούσε να εξετασθεί ενδεχομένως στο μέλλον και ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες.
Όπως αναφέρουν, η οικονομία δεν λειτουργεί σήμερα στις ακραίες συνθήκες της πανδημίας και είναι πολύ μικρότερος ο αριθμός των δανειοληπτών που δυσκολεύονται, γι’ αυτό και μπορούν να εφαρμοσθούν λιγότερο γενναιόδωρα εισοδηματικά όρια, χωρίς το πρόγραμμα στήριξης να χάσει την αποτελεσματικότητά του.
Στην πράξη, το πρόγραμμα που προτείνουν οι τράπεζες σημαίνει μια αρκετά σημαντική ελάφρυνση για τους δανειολήπτες. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Morgan Stanley, από μια συνολική αύξηση επιτοκίου κατά 3,5%, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του μέσου στεγαστικού δανείου της ελληνικής αγοράς ανεβαίνει κατά 1.100 ευρώ περίπου σε ετήσια βάση, δηλαδή από τα 3.600 στα 4.700 ευρώ. Από αυτό το πρόσθετο κόστος, οι τράπεζες θα αναλάβουν για τους ευάλωτους δανειολήπτες τα 550 ευρώ.
Επιτόκια και κερδοφορία
Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες έχουν περιθώρια να προσφέρουν πρόσθετη στήριξη, χωρίς να κλονισθεί η κερδοφορία τους, κάτι που σημαίνει ότι ενδεχομένως να βελτιώσουν ελαφρώς την πρότασή τους για να επέλθει η τελική συμφωνία με την κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, ακόμη και αν η επιδότηση κατά 50% της αύξησης των δόσεων εφαρμοζόταν σε ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών δανείων, η επίπτωση θα έφθανε περίπου στο 9% της αναμενόμενης κερδοφορίας τους για το 2023.
Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, οι συνθήκες που διαμορφώνονται οδηγούν γρηγορότερα σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας αρχικά στο επίπεδο του 1%, όχι μόνο επειδή ασκεί πίεση η κυβέρνηση, αλλά και επειδή άρχισαν να κινούνται οι δυνάμεις του ανταγωνισμού, μετά την αύξηση επιτοκίων από την Παγκρήτια στο 1% για τις καταθέσεις προθεσμίας.
Οι τράπεζες αναμένεται να διαβεβαιώσουν τον υπουργό Οικονομικών ότι θα περάσουν μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ και της διατραπεζικής στους καταθέτες από τις αρχές του 2023, ενώ έως τώρα είχαν περάσει μόνο το 10%.
Πάντως, από την πλευρά των τραπεζών αντικρούεται το επιχείρημα περί «υπερκερδών», όπως και οι αιτιάσεις για υψηλά επιτόκια και προμήθειες. Όπως σημειώνουν τραπεζικοί κύκλοι, οι τράπεζες μπορεί να έχουν κέρδη το 2022, αλλά είχαν μεγαλύτερες από τα φετινά κέρδη ζημιές το 2021.
Η κερδοφορία των τραπεζών εκτιμάται πως θα φτάσει τα 3,5 δισ. ευρώ, αλλά μεγάλο μέρος αυτής της κερδοφορίας, που υπολογίζεται στο 30%, βασίζεται σε κέρδη από μη επαναλαμβανόμενες πηγές, όπως η διαπραγμάτευση διατραπεζικών επιτοκίων, τα κέρδη από ομόλογα, καθώς και κέρδη από τις δραστηριότητες στο εξωτερικό.
Υπενθυμίζεται ότι στο εννεάμηνο του 2021 οι τράπεζες εμφάνισαν σωρευτικές ζημιές περίπου 4.5 δισ ευρώ, λόγω εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Επομένως, όπως αναφέρουν «συνολικά για το 2021 και 2022, οι τράπεζες παραμένουν σε ζημιές».
Παράλληλα, οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι όλες οι ξένες τράπεζες, με τελευταία την HSBC αποχωρούν από την Ελλάδα, ενώ επίσης οι τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται σημαντικά κάτω από τη λογιστική τους αξία. «Εάν ίσχυαν οι ισχυρισμοί περί υπερκερδών, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα πλήρωναν τοκομερίδια 8%, 9% και 10% για την έκδοση ομολογιακών τίτλων, εκδόσεις που και αυτές προστατεύουν τους καταθέτες, αλλά επιβαρύνουν σημαντικά την κερδοφορία τους», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Τα νέα δάνεια
Για τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων σημειώνουν πως το κόστος επισφαλειών στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό τραπεζών στην Ευρώπη καθώς «η κουλτούρα πληρωμών υπέστη μεγάλο πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, γιατί ακόμη και σήμερα το πολιτικό σύστημα εμμέσως ενθαρρύνει πρακτικές στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι κρύβονται πίσω από τα ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας».
Οι ίδιες πηγές πηγές τονίζουν πως η κερδοφορία και η ρευστότητα επιτρέπουν στις τράπεζες να δίνουν καινούργια δάνεια και για αυτό η πιστωτική επέκταση ανήλθε φέτος σε 12,5%, όταν η ανάπτυξη είναι στο 6%. Προειδοποιούν ωστόσο πως «εάν μειωθεί με παρεμβάσεις η κερδοφορία και τα έσοδα, θα σφίξει και ο δανεισμός αντίστοιχα και το αφήγημα της ανάπτυξης θα βρεθεί χωρίς την απαραίτητη χρηματοδοτική βάση».
Για τις προμήθειες, τέλος, αναφέρουν ότι τα έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό των των οργανικών εσόδων είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη, στοιχείο που έχει επισημανθεί και από τις εποπτικές αρχές, παραπέμποντας σε σχετική επιστολή του επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία.