Τα… «απόνερα» του Eurogroup

Στις 20 Αυγούστου κλείνει η οκταετής περίοδο των μνημονίων, στη διάρκεια της οποίας το κόστος της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής ήταν αναμφισβήτητα πολύ υψηλό σε όρους ανάπτυξης, εισοδημάτων και φορολογικής επιβάρυνσης. Και όπως σημειώνει στην πρόσφατη έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το αποτέλεσμα ήταν στα μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία να προστεθούν εξίσου σοβαρά προβλήματα, που οφείλονται στη μακρά διάρκεια και στο εύρος της ύφεσης. Το υψηλό δημόσιο χρέος, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το επενδυτικό κενό, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το μεγάλο ποσοστό πληθυσμού που ωθείται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Τώρα όμως, σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, η οικονομία, μετά από αυτή την μακρά περίοδο ύφεσης και στασιμότητας, και με δεδομένη την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών, βρίσκεται σήμερα σε φάση ανάκαμψης και πρέπει να περάσει σύντομα σε ταχύτερη ανάπτυξη, εξασφαλίζοντας όμως παράλληλα την ομαλή χρηματοδότησή της από τις αγορές.
Η βιώσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ύστατη και καθοριστική ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι αναπτυξιακές προοπτικές υπονομεύονται και δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα. Η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία και η συνακόλουθη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατέδειξαν ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμη ευάλωτη, καθώς μια απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού μπορεί να εκτροχιάσει τόσο την αναπτυξιακή πορεία της χώρας όσο και τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και των διεθνών επενδυτών πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Διότι η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου βρίσκει την οικονομία και με θετικά στοιχεία αλλά και με σημαντικές εκκρεμότητες. Όπως καταγράφει σε σχετική ανάλυση η Berenberg Bank, η χώρα μας έχει υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμιστικές, και έχει εξισορροπήσει τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, έχει βελτιώσει την αγορά εργασίας της, έχει δει τις αποδόσεις των ομολόγων της να υποχωρούν και έχει εξασφαλίσει περισσότερους πόρους της Ε.Ε. για τη στήριξη των επενδύσεων.
Οι προκλήσεις
Αυτά στα θετικά. Την ίδια στιγμή, όμως, το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, το βουνό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, οι αδύναμες επιδόσεις στον μέτωπο της εκπαίδευσης καθώς και το μεταναστευτικό αποτελούν τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της Ελλάδας. Αναλυτικότερα, η υποτονική πιστωτική ανάπτυξη στην Ελλάδα μειώνει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Η ελληνική οικονομία πάσχει από έναν αδύναμο τραπεζικό τομέα λόγω του πολύ υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και αυτό εμποδίζει την ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης. Επιπλέον, για να ενισχυθεί η τάση ανάπτυξης είναι απαραίτητο να υπάρξουν παρεμβάσεις στο φορολογικό σύστημα, προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Με βάση τη συμφωνία του Eurogroup, η Ελλάδα θα δημιουργήσει ένα αυξανόμενο πλεόνασμα μετρητών τα επόμενα χρόνια. Θα ήταν, λοιπόν, καλό, σύμφωνα με την Berenberg Bank, να χρησιμοποιηθούν κάποια από αυτά τα κεφάλαια για να χρηματοδοτηθούν φορολογικές περικοπές αντί να αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες. Και μην ξεχνάμε ότι, ούτως ή άλλως, οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιβάλλονται από σημαντικές αβεβαιότητες.
Κίνδυνος επιβράδυνσης
Για παράδειγμα, τυχόν καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων και υπερβολική φορολόγηση ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης της οικονομίας. Οι κίνδυνοι που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται κυρίως με την αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και με την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών λόγω αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Τέλος, ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και αύξηση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
Η «ακτινογραφία» της συμφωνίας
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι αποφάσεις του Eurogroup αναμένεται ότι θα έχουν σημαντική συμβολή και στην ομαλή έξοδο στις διεθνείς αγορές, αλλά και στη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ειδικότερα, η τελευταία εκταμίευση του ESM ορίστηκε σε 15 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5,5 δισ. προορίζονται για την εξυπηρέτηση του χρέους. Τα υπόλοιπα 9,5 δισ. θα προστεθούν στο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, το οποίο υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 24,1 δισ. και θα επαρκεί για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών σε βάθος περίπου 22 μηνών μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα
Από ’κεί και πέρα, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συμφώνησαν στα παρακάτω μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, με στόχο τη διατήρηση των ετήσιων Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών (ΑΧΑ) κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, καθώς και την εξασφάλιση της αποκλιμάκωσης του χρέους. Αναφορικά με τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από το EFSF αποφασίστηκε δεκαετής αναβολή των πληρωμών τόκων και χρεολυσίων και επιμήκυνση της μεσοσταθμικής διάρκειάς τους κατά δέκα έτη. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεσμεύονται επιπλέον για τα εξής:
- Κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου ύψους 200 μονάδων βάσης, το οποίο σχετίζεται με την επαναγορά χρέους από το δεύτερο πρόγραμμα.
- Επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP. Η εκταμίευση ορίζεται σε ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις κάθε Δεκέμβριο και Ιούνιο, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβριο του 2018 και μέχρι και τον Ιούνιο του 2022. Τα επιλέξιμα κέρδη αφορούν τα έτη 2017 και μετά, καθώς και τα κέρδη SMP του έτους 2014 που διατηρούνται σε ειδικό λογαριασμό του ESM.
Μακροπρόθεσμα, υπό την αίρεση της τήρησης των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων και εφόσον καταστεί αναγκαίο οι «θεσμοί» αναλαμβάνουν τη δέσμευση για περαιτέρω παρεμβάσεις, οι οποίες θα εξεταστούν με βάση επικαιροποιημένη ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους που θα εκπονηθεί κατά τη λήξη της περιόδου χάριτος στα δάνεια του EFSF το έτος 2032. Οι παρεμβάσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενεργοποίηση του μηχανισμού ασφαλείας που είχε συμφωνηθεί τον Μάιο του 2016, με πρόσθετη αναδιάρθρωση των πληρωμών τόκων προς το EFSF προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση των ΑΧΑ εντός των συμφωνημένων ορίων βιωσιμότητας.
Συμφωνήθηκε επίσης η ενεργοποίηση της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας και αξιολόγησης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ, η οποία θα περιλαμβάνει τη σύνταξη και δημοσίευση τριμηνιαίων εκθέσεων συμμόρφωσης αναφορικά με την τήρηση των δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, στα εξής:
- Πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022.
- Δημοσιονομικά αποτελέσματα σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο για τα έτη μετά το 2022. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι αυτό συνεπάγεται πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060.
- Δημοσιονομικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις (περαιτέρω αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων στα επίπεδα των αγοραίων τιμών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ, επιπλέον στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), αποφυγή συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς ιδιώτες).
- Ολοκλήρωση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
- Υλοποίηση των υπολειπόμενων μεταρρυθμίσεων σε αγορές εργασίας και προϊόντων (αναπροσαρμογή κατώτατου μισθού, κτηματολόγιο).
- Υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
- Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, με έμφαση στην επίτευξη των στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Εφικτή επίτευξη των στόχων
Σύμφωνα με την Έκθεση Συμμόρφωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων μέχρι το 2022 είναι εφικτή υπό την προϋπόθεση υλοποίησης των θεσμοθετημένων παρεμβάσεων. Εντούτοις, ο δημοσιονομικός χώρος για πρόσθετα αντισταθμιστικά μέτρα εκτιμάται σημαντικά μικρότερος σε σχέση με την πρόβλεψη του ΜΠΔΣ 2019-2022. Στις εκτιμήσεις της Επιτροπής συνυπολογίζεται η επιβάρυνση από δικαστικές αποφάσεις για αναδρομική καταβολή μισθολογικών δαπανών, η οποία σύμφωνα με το ΜΠΔΣ 2019-2022 θα καλυφθεί μέσω περικοπών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Οι προκλήσεις είναι μπροστά
Από τις αποφάσεις του Eurogroup προκύπτει το συμπέρασμα ότι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα επηρεάσει θετικά τις αγορές και θα ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, σύμφωνα με την ΤτΕ αποτελεί κλειδί η συνέχιση της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για μια μακρά χρονική περίοδο, καθώς και η δέσμευση του Eurogroup να εξετάσει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στη μακροπρόθεσμη περίοδο εάν υπάρξουν απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Αβεβαιότητα
Αναλυτικότερα, στο μακροπρόθεσμο διάστημα το μονοπάτι του χρέους δείχνει περισσότερο αβέβαιο, ενώ κλειδί αποτελεί η επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση και η Morgan Stanley. Το δημόσιο χρέος θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια. Αυτό έχει να κάνει με τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει για τη μείωση του βάρους του χρέους, όχι μόνο χάρη στην επέκταση της περιόδου χάριτος αλλά και στις επεκτάσεις ωρίμανσης και στους ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης για τα δάνεια διάσωσης.
Στο μακροπρόθεσμο διάστημα, όμως, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα. Η υποκείμενη ανάπτυξη παραμένει αδύναμη και υπάρχουν πολλές δομικές προκλήσεις. Το momentum των μεταρρυθμίσεων ήταν ισχυρό τα τελευταία χρόνια, ωστόσο το πόση ώθηση θα δώσει αυτό το αποτέλεσμα είναι ακόμα ασαφές. Υπό συντηρητικές υποθέσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι κίνδυνοι γύρω από το χρέος μπορεί να επανεμφανιστούν μακροπρόθεσμα. Αν, για παράδειγμα, η οικονομία πληγεί από συχνές οικονομικές αναταράξεις, τότε ο δρόμος του χρέους θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο, ακόμα και αν κατά μέσο όρο η ανάπτυξη ήταν υψηλότερη.
Από την πλευρά της η ΤτΕ επισημαίνει ότι μια αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης, σε συνδυασμό με μια χαλάρωση της δημοσιονομικής προσπάθειας κατά 0,7% του ΑΕΠ ετησίως σε σχέση με το βασικό σενάριο, οδηγούν σε αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου πέραν των ορίων που προβλέπονται για τη βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2032. Στην απόφαση του Eurogroup προβλέπονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2023 μέχρι το 2060. Ουδεμία χώρα στον κόσμο, με πιθανή εξαίρεση τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, έχει επιτύχει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, αυτή η υπόθεση αποτελεί τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα. Σε ό,τι αφορά γενικότερα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αυτές είναι θετικές, υπό προϋποθέσεις όμως.
Η βασικότερη είναι η διασφάλιση ότι και μετά το τέλος του προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό απαιτεί, πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και, δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα. Η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση και μετά το τέλος του προγράμματος, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής που αντανακλάται και στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Φιλόδοξοι στόχοι
Συν τοις άλλοις, οι φιλόδοξοι δημοσιονομικοί στόχοι, αν και συμβάλλουν στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους, έχουν αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία. Η εντονότερη από την απαιτούμενη, βάσει του προγράμματος, περιοριστική κατεύθυνση της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, δεδομένου μάλιστα του φοροκεντρικού χαρακτήρα της, συνεπάγεται άντληση σημαντικών πόρων από την παραγωγική διαδικασία και ως εκ τούτου συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική. Άρα, θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί, με βάση όλα τα παραπάνω, είναι ότι η πορεία του δημόσιου χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι σαφής και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ουσιαστικές, συνεχιζόμενες δημοσιονομικές προσπάθειες και τις αρκετά αισιόδοξες μακροοικονομικές υποθέσεις (που σχετίζονται με την ανάπτυξη, τις μεταρρυθμίσεις, τη δημοσιονομική πειθαρχία, την πολιτική βεβαιότητα, κ.λ.π.) Επιπλέον, και σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Barclays, η μεταμνημονιακή περίοδος της Ελλάδας δεν διαφέρει πολύ από ένα κανονικό πρόγραμμα.
Εκκρεμότητες
Παρόλο που δεν ορίζει νέες μεταρρυθμίσεις, εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν ορισμένες εκκρεμότητες από προηγούμενες αξιολογήσεις. Η συμπερίληψη της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) και μέτρα όπως η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, η χορήγηση αδειών για επενδύσεις κ.λ.π. σημαίνει ότι η συμφωνία στην πραγματικότητα μοιάζει πολύ με ένα κανονικό πρόγραμμα.