Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου: Ελπιδοφόρες θεραπευτικές εξελίξεις

Τα Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου (ΙΦΝΕ) είναι χρόνιες, φλεγμονώδεις διαταραχές του εντερικού σωλήνα και περιλαμβάνουν την Ελκώδη Κολίτιδα (UC) και τη Νόσο Crohn (CD). Αν και εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες όπως η χρονιότητα της κλινικής πορείας με εξάρσεις και υφέσεις, η φλεγμονώδης διήθηση του εντερικού βλεννογόνου και η συσχέτιση με διάφορες εξωεντερικές εκδηλώσεις, αποτελούν διαφορετικές νοσολογικές οντότητες με ιδιαίτερα κλινικά και ιστολογικά χαρακτηριστικά, διαφορετική κατανομή της φλεγμονής στον πεπτικό σωλήνα και τελικά διαφορές τόσο στη διαγνωστική όσο και στη θεραπευτική προσέγγιση.
«Η Ελκώδης Κολίτιδα χαρακτηρίζεται από φλεγμονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου ενώ η Νόσος του Crohn από εστιακή, διατοιχωματική φλεγμονή οποιουδήποτε τμήματος του γαστροεντερικού σωλήνα, από την στοματική κοιλότητα έως την περιπρωκτική περιοχή», αναφέρει ο κ. Νικόλαος Ζαμπιαδάκης Γαστρεντερολόγος, Διευθυντής Γ’ Γαστρεντερολογικής-Ηπατολογικής Κλινικής του Metropolitan General.
Συχνότητα εμφάνισης
Οι ΙΦΝΕ είναι σημαντικά συχνότερες στη δυτική Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική, ωστόσο φαίνεται πως αλλαγές στον τρόπο ζωής στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως οι διατροφικές συνήθειες και ο συνωστισμός στα αστικά κέντρα, αυξάνουν σταδιακά την επίπτωση των φλεγμονωδών νοσημάτων παγκοσμίως. Προσβάλλουν και τα δύο φύλα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αν και είναι συχνότερες στην τρίτη και τέταρτη δεκαετία της ζωής.
Αίτια
Αν και η αιτιοπαθογένεια των νοσημάτων αυτών παραμένει υπό συνεχή διερεύνηση, θεωρούνται το αποτέλεσμα της διαταραχής της αλληλεπίδρασης περιβαλλοντικών παραγόντων (κάπνισμα, δίαιτα, φάρμακα), βλεννογονικής ανοσιακής αντίδρασης, εντερικού μικροβιώματος και γενετικής προδιάθεσης.
Συμπτώματα
«Οι ασθενείς με νόσο Crohn εμφανίζουν συμπτώματα από το γαστρεντερικό όπως κοιλιακό άλγος, διάρροια σε συνδυασμό πολλές φορές με κόπωση, ανορεξία και απώλεια βάρους. Τα συμπτώματα ενδεχομένως να διαλάθουν για πολλά έτη μέχρι τη διάγνωση και να σχετίζονται με ελλείψεις βιταμινών και ιχνοστοιχείων λόγω δυσαπορρόφησης.
Το προεξάρχον σύμπτωμα στην ελκώδη κολίτιδα είναι η εμφάνιση διαρροϊκών κενώσεων με ή χωρίς παρουσία αίματος και βλέννης, σε συνδυασμό με κολικοειδές κοιλιακό άλγος και τεινεσμό.
Και στα δύο νοσήματα είναι πιθανή η εμφάνιση εξωεντερικών εκδηλώσεων με παρουσία αρθραλγιών, δερματικών εξανθημάτων και συμπτωματολογίας από τους οφθαλμούς», εξηγεί ο ειδικός.
Διάγνωση
Η διάγνωση των ΙΦΝΕ αποτελεί πολλές φορές μια πρόκληση για τον κλινικό ιατρό και απαιτεί ένα συνδυασμό εργαστηριακών, ενδοσκοπικών, ιστολογικών και απεικονιστικών εξετάσεων. Ο έλεγχος περιλαμβάνει αιματολογικές και κοπρανολογικές εξετάσεις, ενδοσκοπικό έλεγχο με λήψη βιοψιών για ιστολογική μελέτη και ενδεχομένως απεικονιστικό έλεγχο με μαγνητική εντερογραφία και αξονική τομογραφία, τα ευρήματα των οποίων αξιολογούνται για την διάγνωση, ορθή ταξινόμηση της νόσου και για τον αποκλεισμό άλλων πιθανών αιτιών που μιμούνται τα συμπτώματα (λοιμώδη αίτια, κοιλιοκάκη κ.ά.).
Θεραπεία
«Η θεραπευτική φαρέτρα του σύγχρονου γαστρεντερολόγου εξελίσσεται συνεχώς και περιλαμβάνει μία πληθώρα φαρμακευτικών επιλογών που στοχεύουν σε διαφορετικά παθοφυσιολογικά μονοπάτια φλεγμονής στις ΙΦΝΕ. Στόχος πλέον δεν είναι μόνο η κλινική ύφεση της νόσου αλλά και η επίτευξη βλεννογονικής και ιστολογικής επούλωσης (treat to target) με μετρήσιμα αποτελέσματα στην ποιότητα ζωής των ασθενών μας (QoL).
Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με το προφίλ του κάθε ασθενούς (ηλικία, έκταση/βαρύτητα νόσου, συνοδά νοσήματα, τρόπος ζωής/καθημερινότητα) και περιλαμβάνει τα κλασικά ανοσοτροποποιητικά φάρμακα (αζαθειοπρίνη, μεθοτρεξάτη, κορτιζόνη, μεσαλαζίνη) και τους νεότερους βιολογικούς παράγοντες και μικρομόρια που χορηγούνται είτε ενδοφλεβίως/υποδορίως είτε από του στόματος (infliximab, vedolizumab, ustekinumab, tofacitinib και άλλα).
Το ενδιαφέρον για την συσχέτιση των ΙΦΝΕ με το μικροβίωμα και τη διατροφή (δυσβίωση) εξακολουθεί, με πληθώρα νεότερων μελετών που επισημαίνουν την ενδεχόμενη σημασία διατροφικών προσαρμογών τόσο στην θεραπεία της οξείας φάσης όσο και στη διατήρηση της ύφεσης (π.χ εντερική δίαιτα, CDED- Crohn's Exclusion Diet).
Στο εγγύς μέλλον, τα όλο και πιο αποτελεσματικά θεραπευτικά σχήματα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ανάπτυξης καλύτερων προγνωστικών εργαλείων, αναμένεται να βοηθήσουν στην επιλογή της καλύτερης δυνατής θεραπείας, με την βέλτιστη και μακροχρόνια αποτελεσματικότητα σε κάθε ασθενή», καταλήγει ο κ. Ζαμπιαδάκης.