Οι λόγοι για το ράλι σε ΧΑ και ομόλογα

19/04/2019, 12:11
1

Η ισχυρή θετική δυναμική τόσο της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, όσο και της φθίνουσας πορείας του περιθωρίου απόδοσης (spread) του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό, υποδηλώνει τη σημαντική ενίσχυση των προσδοκιών του επενδυτικού κοινού για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών και του τραπεζικού συστήματος, σχολιάζει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία οικονομική της επισκόπηση.





Σύμφωνα με την ανάλυση καταλύτες των ευνοϊκών εξελίξεων στις αγορές ομολόγων και μετοχών ήταν:





Πρώτον, οι δύο επιτυχείς εκδόσεις ομολόγων τους πρώτους μήνες του έτους ήταν κομβικής σημασίας καθώς σηματοδότησαν την επάνοδο της χώρας στις αγορές και την τοποθέτησαν εκ νέου στον επενδυτικό χάρτη. Τα €5 δισ. που έχουν έως τώρα εισπραχθεί, επαρκούν σε σημαντικό βαθμό για την κάλυψη του στόχου έκδοσης ομολόγων για το 2019 (€ 5 - 7 δισ. σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ), ενώ αναμένεται εκ νέου έξοδος στις αγορές το διάστημα Μαΐου – Ιουνίου, με σκοπό την άντληση περαιτέρω ρευστότητας.





Δεύτερον, το «πράσινο φως» που έδωσε το Eurogroup, για την καταβολή ποσού €970 εκατ. που αφορά στην επιστροφή των κερδών των ελληνικών ομολόγων (ANFAs/ SMPs), σε συνδυασμό με τη συζήτηση για τη δυνατότητα των ελληνικών αρχών να προβούν σε μερική αποπληρωμή των ακριβών δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με σημαντικό ετήσιο δημοσιονομικό όφελος, ενισχύουν το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους και την πιθανότητα επιστροφής των συνθηκών χρηματοδότησής του σε συνθήκες κανονικότητας.





Τρίτον, η συμφωνία για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, αφενός διευκόλυνε τη συμφωνία στο Eurogroup, αφετέρου εκτιμάται ότι θα συμβάλλει θετικά στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διακρατούν οι τράπεζες, επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν σημαντικά τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.





Τέταρτον, ο εκλογικός κύκλος τον οποίο διάγει η χώρα δε λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην παρούσα κατάσταση, καθώς η ευστάθεια του πολιτικού συστήματος επιτρέπει την αισιόδοξη εκτίμηση ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα συνεχισθούν απρόσκοπτα.





Οι παράγοντες αυτοί εκτιμάται ότι επηρεάζουν θετικά το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να αναμένεται σύντομα περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει τη χώρα μας πιο κοντά στην «επενδυτική» βαθμίδα, κάτι που συνεπάγεται πρόσβαση σε μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και σε αγορές με συγκριτικώς φθηνότερα επιτόκια.





Εκτός από τους προαναφερθέντες παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την αγορά ομολόγων, το διεθνές περιβάλλον επηρεάζει επίσης σημαντικά την πορεία της. Ο προβληματισμός λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και οι αρνητικές εκτιμήσεις αναφορικά με τον πληθωρισμό, οδήγησαν μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στην απόφαση μετάθεσης για το μέλλον της αύξησης των επιτοκίων και σε μια ήπια νομισματική πολιτική.





Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με σειρά γεωπολιτικών εξελίξεων, όπως η εμπορική διένεξη ΗΠΑ-Κίνας και η αβέβαιη πορεία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit), έστρεψαν τους επενδυτές στις σχετικά πιο ασφαλείς τοποθετήσεις σε ομόλογα, αυξάνοντας τις τιμές και κατά συνέπεια ωθώντας χαμηλότερα τις αποδόσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αποτελούν ελκυστικές τοποθετήσεις, καθώς οι αποδόσεις τους είναι σημαντικά υψηλότερες σε σύγκριση με τις αποδόσεις ομολόγων των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης.





Το χρέος

Πέραν από τους βραχυχρόνιους παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων και μετοχών, το επενδυτικό κοινό παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή και τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας και των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε το 2018, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε ονομαστική αξία. Η ονομαστική αύξηση του δημοσίου χρέους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια δημιουργίας του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας (cash buffer) μέσω των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), (€ 11,4 δισ.).





Όπως σημειώνει η Alpha Bank το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε σε 180,4% το 2018 από 176,1% το 2017. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τις «λοιπές προσαρμογές ελλείμματος – χρέους», καθώς η ονομαστική αύξηση του χρέους για τη δημιουργία του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας που κατεγράφη σε αυτήν την κατηγορία, υπερέβη τη μειωτική επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος και του θετικού ρυθμού ανάπτυξης.





Συγκεκριμένα, η επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος στη μεταβολή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ επέδρασε μειωτικά για τρίτο συνεχές έτος, γεγονός που συνδέεται με την υπέρβαση του στόχου που έχει τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η μειωτική επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται σε 4,1 ποσοστιαίες μονάδες για το 2018. Επιπλέον, συνεχίστηκε για δεύτερο συνεχές έτος η μειωτική επίδραση της διαφοράς μεταξύ επιτοκίου δανεισμού και ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας. Ειδικότερα, η επίδραση του snowball effect συνέβαλε στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2018.





Εξετάζοντας σωρευτικά τις μεταβολές του χρέους για την περίοδο 2008 - 2018 (αύξηση κατά 77,3 ποσοστιαίες μονάδες), η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης (snowball effect) συνέβαλε στην αύξηση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 86 ποσοστιαίες μονάδες, αποτελώντας τον σημαντικότερο προσδιοριστικό παράγοντα. Επιπροσθέτως, το πρωτογενές ισοζύγιο συνέβαλε κατά 26,8 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του χρέους, ενώ οι λοιπές προσαρμογές ελλείμματος/χρέους (όπως η ανταλλαγή ομολόγων μέσω του PSI) αντιστάθμισαν εν μέρει αυτές τις αυξήσεις (-35,6 ποσοστιαίες μονάδες).





Το 2019 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, ο Προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει μείωση του χρέους στο 167,8% του ΑΕΠ, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF Country Report No. 19/73) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2nd Enhanced Surveillance Report) προβλέπουν μείωση του χρέους σε 174,2% και 172,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα, ως αποτέλεσμα της μείωσης του χρέους αλλά και της ανόδου του ΑΕΠ.